Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Για τον Lou τον Reed



Τον είδα το καλοκαίρι του 2011, στο βρετανικό φεστιβάλ Hop Farm. Είδα έναν επιβλητικό γέρο με μαύρο πέτσινο, με βαθιές ρυτίδες, ανέκφραστο και αγέρωχο σε στυλ «μίλησέ μου και τη γάμησες», ακίνητο και απόλυτα προσηλωμένο στη μουσική του. Δεν έπαιξε κανένα μεγάλο hit, δεν μίλησε στο κοινό, δεν χαμογέλασε, δεν μετακινήθηκε από τη θέση του. Γενικά, δεν... Από πού ερχόταν λοιπόν αυτή η μαγεία που εξέπεμπε; Είχε να κάνει αποκλειστικά με το ότι ήταν ο Lou Reed ή έφτανε μέχρι το μουδιασμένο «εδώ και τώρα»;
Ο απόλυτος σαμποτέρ της ίδιας του της καριέρας, ο άνθρωπος που κάποτε έφτιαξε δίσκους όπως το White Light/ White Heat, το Berlin και το Metal Μachine Music, δεν θα μπορούσε στα γεράματα να μαζεύει παλαμάκια ξελογιάζοντας νεκρά ακροατήρια. Ναι, αντικειμενικά, το live του ήταν μέτριο. Δεν μπορούσες με τίποτα όμως να το αποκαλέσεις «διεκπεραιωτικό» ή «άψυχο». Προφανώς και προτιμούσα να ακούσω τα αριστουργήματα του Transformer από το “Temporary thing”. Όμως το τελευταίο, ένα σχετικά άγνωστο κομμάτι θαμμένο στα μέσα των 70’s, με δύο συγχορδίες που επαναλαμβάνονται σχεδόν βασανιστικά πάνω σε άψογα χοντροκομμένους στίχους, ήταν για ‘μένα η αποκάλυψη του setlist. Ίσως επειδή το τράβηξε για δέκα περίπου λεπτά, σαν να μας έλεγε «αυτός είμαι, αυτό γουστάρω, δε θα κάτσω να το συζητήσω».
Λίγο μετά, ο Lou παράτησε την ηλεκτρική κιθάρα για να τραγουδήσει με το μικρόφωνο στο χέρι το “Sunday morning” και το “Femme Fatale”. Αυτός ο αφοπλιστικά σκληρός τύπος, που κάποτε βάρεσε ένεση επί σκηνής, που έβαψε τα μαλλιά του κίτρινα και μας προέτρεψε να πάμε μια βόλτα στην «άγρια πλευρά» εκφράζοντας καλύτερα από τον καθένα την κουλτούρα του νεοϋορκέζικου underground μέσα από το ροκ, μπορούσε ήδη από τον πρώτο του δίσκο να σε πατήσει κάτω με τα πιο τρυφερά τραγούδια.  Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο ερμηνείας του σ’ αυτά τα δύο εκείνο το απόγευμα:  αργός, κουρασμένος, με το βλέμμα κυριολεκτικά στο πουθενά.
Αλλά θυμάμαι έντονα και κάτι ακόμα. Σε μια φάση της συναυλίας πήρε ανάποδες με ένα τεχνικό πρόβλημα που παρουσίασε το μόνιτορ και όταν η υπεύθυνη του stage γονάτισε στα πόδια του για να διορθώσει την κατάσταση, εκείνος τέντωσε το χέρι προστακτικά κατσαδιάζοντάς τη (με μίσος, όχι αστεία), ενώ η μπάντα πίσω συνέχισε να παίζει. Kι αποκάτω, αντί για παγωμάρα, εισέπραξε χειροκροτήματα και φωνές τύπου “yeah!”. Παρόμοιο περιστατικό παρατήρησα αναζητώντας την τελευταία δημόσια εμφάνισή του, μέσω youtube αυτή τη φορά, στην παρουσίαση του  φωτογραφικού λευκώματος του Mick Rock. Ο Reed φωνάζει σε κάποιους από το κοινό που μιλάνε μεταξύ τους να πάνε να συνεχίσουν την κουβεντούλα τους έξω και μέσα στην οχλαγωγία της αίθουσας, η παρατραβηγμένη του αυστηρότητα προκαλεί επευφημίες. Νομίζω πως, πέρα από μια ντουζίνα δισκάρες κι ένα υποδειγματικό καλλιτεχνικό θάρρος, αν αναγνωρίσαμε κάτι όλοι μας στον Lou Reed με τα χρόνια αυτό είναι ότι, όπως στην ασυμβίβαστη τέχνη του έτσι και στη ζωή του, δεν ανεχόταν μαλακίες.

(όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Sonik - Noέμβρης 2013.)

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Γεια σου ρε Ringo, φωτογράφε!

Ο John και ο Paul στο πρώτο τους ταξίδι στην Ινδία, το '66.

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Π + Φ

Όταν ήμουνα μικρός (2009-2010), διατηρούσα στην τελευταία σελίδα του περιοδικού Sonik μια στήλη όπου διάφοροι άνθρωποι της μουσικής μου έγραφαν ένα κείμενο για το "δίσκο που τους άλλαξε τη ζωή". Η ιδέα μου δεν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπη. Για την ακρίβεια, την είχα ξεσηκώσει ξεδιάντροπα από το βρετανικό περιοδικό Mojo. 
Πήγε καλά. Επί δύο χρόνια περίπου πέρασαν διάφοροι, από τον Πορτοκάλογλου ("Τhe White Album") μέχρι τον Νένε ("Horses") και από τον The Boy ("Συνθετικοί") μέχρι τον Locomondo ("Born in the U.S.A."). 
Έφαγα βέβαια και πόρτες. Ο Ανεστόπουλος δεν έστειλε ποτέ, ο Νικήτας Κλιντ ένιωσα πως βαρέθηκε μόνο που του το 'πα στο τηλέφωνο και ο Παυλίδης δεν κατάφερε εν τέλει να διαλέξει μεταξύ Leonard Cohen και Κώστα Χατζή. 
Δύο από τα πιο όμορφα κείμενα πάντως ήταν τα πρώτα που ήρθαν, συναισθηματικά και διεισδυτικά, από δύο καλλιτέχνες που επιβεβαιώνουν την κοινή παραδοχή πως ο άξιος λόγου μουσικός είναι πρωτ' απ' όλα καλλιεργημένος ακροατής. 



O Φοίβος Δεληβοριάς γράφει για το Γκάλοπ (1985) της Λένας Πλάτωνος.

 Στην Πάτμο είχαμε πάει διακοπές το 1992. Η Σταυρούλα, ο Νίκος Ράλλης κι εγώ. Είχαμε μόλις τελειώσει το σχολείο και προσποιούμασταν ότι ήμαστε όπως όλοι. Το αντίσκηνό μας ήταν ίδιο με όλων των υπολοίπων στο κάμπινγκ, κιθάρα και κασετόφωνο κουβαλούσαμε κι εμείς όπως οι περισσότεροι.. Μόνο το βράδυ εξαντλημένοι απ’την επίθεση της οργανωμένης φύσης, κλείναμε το φερμουάρ και ακούγαμε απ’ όλες τις κασέτες την πιο παράταιρη, την πιο ταιριαστή στο αποκαλυπτικό νησί μας: το Γκάλοπ της Λένας Πλάτωνος. Εγώ την Πλάτωνος την είχα δει μικρός σ’ ένα ασανσέρ. Η μαμά μου μου είπε ότι είχε γράψει τη «Ρόζα Ροζαλία» και ότι έκανε μάθημα πιάνου στη Δάφνη, ένα κοριτσάκι που ήξερα. Είχε κάτι πράσινα, μεγάλα μάτια κι έδειχνε να’ναι από ένα μέρος που ήξερα κι εγώ. Δεν είχα αφήσει εκείνη την εικόνα ως το καλοκαίρι του ’92, δεν ήξερα όμως τι να κάνω μ’ αυτήν ως τότε.
Ώσπου ο Νίκος μου’ δωσε πριν ξεκινήσουμε για Πάτμο τρεις-τέσσερεις δίσκους της. Ξέχασα οτιδήποτε άλλο σήμαινε μουσική ως τότε και ρίχτηκα στο Σαμποτάζ και στον Καρυωτάκη. Τα άκουγα και μ’ έπιανε μια παράξενη χαρά που έμοιαζε με φόβο, όπως συμβαίνει πάντα όταν η Τέχνη ζητάει κάτι περισσότερο από σένα, πέρα απ’ το να την απολαύσεις. Οι δίσκοι αυτοί ζητούσαν όλο μου τον εαυτό, όλες μου τις συνήθειες και τις ομοιότητες με τους άλλους. Ήθελαν εγώ να είμαι αλλιώς. Έστω όμως ότι αυτοί φέρναν κάτι απ’ το ροκ της εφηβείας μου κι από τον Χατζιδάκι στον οποίο ήδη έιχα βαφτιστεί. Το Γκάλοπ όμως; Το Γκάλοπ ήταν διαφορετική υπόθεση. Ο τρόπος που ακουγόντουσαν τα ελληνικά εκεί μέσα, πάνω απ’ τα αναλογικά συνθεσάϊζερ κι από τα χειροποίητα μπιτ, η φωνή της ίδιας που μιλούσε σαν ένα κορίτσι χαμένο σε μια μελλοντική μαύρη τρύπα, δεν είχαν τίποτα από την εποχή εκείνη, κι ας είχαν περάσει ήδη εφτά χρόνια από την κυκλοφορία του. Η μουσική εκείνη δεν υπήρχε ακόμα- εδώ τουλάχιστον. Την είχε ακούσει μόνη της σ’ ένα δωμάτιο πλάϊ στους «δήμιους της Αμερικάνικης Πρεσβείας» και μας την είχε στείλει σαν μέσα σε μπουκάλι, πανικόβλητη. Το «Μια άσκηση φυσικής άλυτη», το «Τι νέα, Ψιψίνα;», το «Κι ακούμε σ’ αγαπω» και πάνω απ’ όλα ο «Μάρκος», ήταν τα τραγούδια που θα’πρεπε να γραφτούν κάποτε για όλα εκείνα που θα ζούσαμε, τα μοναδικά χρήσιμα, με τις μόνες λέξεις και τους μόνους ήχους που θα μπορούσαν να μας χωρέσουν.
Ακόμα και σήμερα δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι τα τραγούδια αυτά έχουν ήδη γραφτεί, το ‘85.  Δεν μου φαίνεται όμως καθόλου παράξενο που με το που ανακοινώθηκε πρόσφατα η δισκογραφική επιστροφή της και η συναυλία της στο Ηρώδειο, ένα σωρό αθόρυβοι ως τότε άνθρωποι, από διάφορες ηλικίες και γενεές αισθάνθηκαν να το γιορτάζουν. Γιατί η Πλάτωνος ήταν το καλά κρυμμένο μυστικό του τραγουδιού μας, όπως ο Καρυωτάκης ήταν ό,τι απωθούσε για χρόνια η εθνική μας ποίηση. Γι’ αυτό και τώρα η συγκυρία φέρνει σ’όλους εμάς που την ακούγαμε κρυφά, ένα συναίσθημα ωραίο, αλλά μετέωρο. Τι μπορεί να σημαίνει για την από δω και πέρα μουσική μας, το ότι συναντηθήκαμε επιτέλους όλοι με την Πλάτωνος; Θα την «κλασικοποιήσουμε» κι αυτήν όπως όλους τους μεγάλους, κάνοντάς την απωθητική για τους νεώτερους; Ή θα ακολουθήσουμε το δύσκολό της κάλεσμα σε μια ζωή που δεν την ορίζουν οι κάθε λογής «ιδιοκτήτες, που δεν ξέρουν τι ζητάνε-κι έτσι μας μπερδεύουν-κι έτσι μας πολεμάνε»; Για να δούμε. Εγώ είμαι ακόμα κλεισμένος σ’ ένα αντίσκηνο στην Πάτμο με τη Σταυρούλα και το Νίκο κι ακούμε για 5η φορά σε μια νύχτα το Γκάλοπ. Και εύχομαι μέσα μου αυτή η νύχτα να μην τελειώσει ποτέ.




Ο Π.Ε. Δημητριάδης γράφει για το Automatic for the people (1992) των R.E.M.

Watch the road and memorize/This life that pass before my eyes. Ήταν φθινόπωρο του 1992, άρχιζε η Β΄ Γυμνασίου. Η πρώτη μου επαφή με τους R.E.M. είχε συντελεστεί ενάμιση χρόνο πριν (άνοιξη του 1991) ως ακραία αποστροφή απέναντι στο video clip (μια από τις πρώτες επαφές μου με το είδος) του “Losing My Religion”, που λίγους μήνες μετά, δεν ξέρω πώς (ή μάλλον ξέρω), είχε μεταστραφεί σε «κάτι σαν έρωτα» (οι περισσότεροι από σας καταλαβαίνετε ακριβώς τι εννοώ) για το συγκρότημα. Έχοντας «λιώσει», λοιπόν, τις σε κασέτα εκδόσεις των Out Of Time, The Best Of… και Green (χωρίς να ξέρω ουσιαστικά τι είναι αυτό που ακούω και μου παρέχει τέτοια ηδονή χωρίς να καταλαβαίνω τι πραγματικά λέει) περίμενα με αγωνία, που από τη μελλοντική μου εμπειρία μόνο με την ερωτική θα μπορούσα να παραλληλίσω, τον καινούριο δίσκο των R.E.M., που είχα ενημερωθεί από τις ειδήσεις του MTV ότι θα κυκλοφορήσει στις 6 Οκτωβρίου (δεν το θυμάμαι, το είδα τώρα στο AMG), ενώ είχα ήδη «πωρωθεί» από το αινιγματικά γοητευτικό (τραγούδι και video clip) -και λόγω του υπονομευτικά αψυχολόγητου ως επιλογής-, πρώτο single Drive”, που και έριχνε πολύ λάδι στη φωτιά του μύθου που «οργίαζε» στο κεφάλι μου και αηδίαζε την κοπέλα με την οποία ήμουνα (ανομολόγητα) «ερωτευμένος». Μετά από απελπισμένες επισκέψεις στα δισκοπωλεία, χρειάστηκε να περιμένω μερικές βασανιστικές μέρες ακόμα για να αποκτήσω το Automatic For The People από το δισκοπωλείο «Πασπαρτού», όπου είχαμε πάει μαζί με το συμμαθητή μου Κώστα Αλεξάκη (του Γεωργίου), καλή του ώρα εκεί που είναι, μετά τα Αγγλικά (ήταν στο δρόμο πάνω από το φροντιστήριό μας), για να αγοράσουμε εγώ τον εν λόγω δίσκο και αυτός τον καινούριο δίσκο των Toto με την επιτυχία “Dont Chain My Heart (Dont Chain My Soul)” (μάλιστα την επόμενη μέρα είχαμε συμφωνήσει να δώσει ο καθένας στον άλλο μια αντιγραμμένη κασέτα από το δίσκο που αγοράσαμε - η αλήθεια είναι πως δεν άκουσα ποτέ την κασέτα των Toto...).
Είχε ήδη νυχτώσει, γύρισα σπίτι, έβαλα το δίσκο στο πικάπ που είχαμε στο σαλόνι (τώρα υπνοδωμάτιο της γιαγιάς μου) και τον άκουσα με ακουστικά. Δίπλα η μάνα μου βοηθούσε την αδερφή μου στα μαθήματα, αλλά ήταν σαν να μην υπήρχαν. Δεν έχω καθόλου καλή μνήμη, αλλά πιστεύω πως αυτές οι στιγμές δεν ξεχνιούνται ούτε με αλτσχάιμερ. Και τα αξέχαστα δεν περιγράφονται με λόγια, τρέμεις να τα μοιραστείς, τόσο από σεβασμό στην πολύτιμη ιδιωτικότητά τους όσο και για να μην αδικηθεί το άπειρο και πολυδιάστατο του συναισθήματος από το πεπερασμένο και μονοδιάστατο του πεζού λόγου. Για τους ίδιους λόγους θα ήθελα να αποφύγω χαρακτηρισμούς «μουσικολογικού» τύπου και κρίσεις για το δίσκο ή μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς πολύ απλά όλα αυτά δεν έχουν καμιά αξία όταν το προσδιοριζόμενο αντικείμενο έχει εξυψωθεί (και εξιδανικευτεί) στην προσωπική σφαίρα του συναισθήματος και της μνήμης, και δη της προ-εφηβικής.
Έζησα με το Automatic (χωρίς ένθετο με τους στίχους -οι σοφοί R.E.M. της πρώτης δεκαπενταετίας φρόντιζαν να μην παρέχουν τέτοιο- ούτε internet για να μου το «χαλάσει»), με την έννοια της τακτικής (που τότε σήμαινε για ένα δίσκο: καθημερινής) ακρόασης για παραπάνω από ένα χρόνο, είναι μακράν ο πιο πολυακουσμένος δίσκος της δισκοθήκης μου. Για πολλά χρόνια, και έχοντας ακούσει εκατοντάδες άλλους δίσκους, πολλούς από τους οποίους αγάπησα και δέθηκα μαζί τους αλλά ποτέ σ’ αυτό τον «ακραίο» βαθμό, δεν είχα ακούσει το Automatic, τόσο από κορεσμό και προτεραιότητα σε καινούρια, προοδευτικά αυξανόμενα, ακούσματα όσο και από φόβο μήπως έχει χάσει κάτι από την εσωτερικά κατοχυρωμένη αξία του. Σήμερα, 18 χρόνια μετά την πρώτη ακρόαση, και πηγαίνοντας κόντρα στην, μάλλον αυθαίρετη, προσωπική μου πεποίθηση ότι τα μεγάλα πράγματα δεν είναι για πάντα (περισσότερο άλλοθι για τα συναισθηματικά μου σκαμπανεβάσματα και μια ναρκισσιστικο-ψυχαναγκαστική τάση απομυθοποίησης που με διακατέχει), έβαλα να ακούσω ξανά το Automatic, ως βοηθητική συνοδεία στη συγγραφή αυτού του κειμένου. 
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης συνειδητοποιώ ότι τα μισά (6) τραγούδια του δίσκου βγήκαν singles (όχι, δεν ήταν μόνο ο Michael Jackson και οι GunsnRoses), γεγονός που δεν έχει στερήσει τίποτα από την αξία τους. Η μεγάλη ανατριχίλα όμως βρίσκεται στα κομμάτια που δεν «συρρικνώθηκαν» φαντασιακά από την εικόνα του video clip (που και αυτή πάλι, σε ένα ενιαίο με το δίσκο concept, κουβαλάει για μένα όχι λιγότερες μνήμες) και του τηλεοπτικού “heavy rotation”, στο “Try Not To Breath”, το “Sweetness Follows”, το “Monty Got A Raw Deal”, που χρειάστηκε να ξεθάψω ένα καθαριστικό βινυλίου του πατέρα μου για να το ακούσω σαν άνθρωπος, το “Star (=Fuck) Me Kitten”, το “Ignoreland”, που τελικά δεν είναι «το χειρότερο τραγούδι του δίσκου», όπως πίστευα τότε, γιατί απλά είναι ύβρις να προσδώσεις «κακό» επίθετο ως προσδιοριστικό κομματιού αυτού του δίσκου. Η γλυκύτητα της παιδικότητας, της νοσταλγικής μνήμης αλλά και μιας αφοπλιστικά φιλότιμης και ειλικρινούς ακόμα τέχνης στο κλασικό απόγειο της ωριμότητάς της, ακολουθεί κάθε νότα, κάθε λέξη, κάθε κομμάτι χαρτιού και χαρτονιού του artwork του δίσκου. Κλείνοντας, λοιπόν, την έκθεσή μου: Αυτός είναι ο δίσκος που με σημάδεψε όσο κανένας άλλος.

*Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο 6 d.o.g.s. από τη Μαρία Παρούση (18/1/2012)

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Deafislands 2013

Υψωμένος σε ένα ψηλό πεζούλι, ο Φοίβος Δεληβοριάς χαμογελάει διαρκώς, τραγουδάει ξεχνώντας στίχους και χτυπιέται σαν έφηβος του Schoolwave, στην πιο ροκ, ίσως, στιγμή της καριέρας του. Στα μισά ενός τραγουδιού του, ο Παύλος Παυλίδης κατεβαίνει από τη σκηνή για να χορέψει ρέιβ μέσα στον κόσμο. Ο δε Γιάννης Νάστας των Xaxakes, με κοψιά ποπ σταρ άλλων εποχών, φαίνεται να ζει το όνειρο. Για όλα φταίει το καλοκαίρι... Στο Up Festival των Κουφονησιών, όλα εκείνα που μέσα στις μεγαλουπόλεις μοιάζουν γνωστά και συνηθισμένα, νοηματοδοτούνται εκ νέου από τη μυρωδιά της θάλασσας, το φεγγάρι, το κυκλαδίτικο μελτέμι που δε σ’ αφήνει σε ησυχία.
Η ιστορία του φεστιβάλ, το όποιο διεξάγεται από το 2011 στην παραλία Πορί του Άνω Κουφονησιού, δεν θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει πιο ρομαντικά: δυο φίλοι, φαν του Παυλίδη, βρέθηκαν ένα βράδυ πριν από μερικά χρόνια εκεί και φαντάστηκαν τον αγαπημένο τους καλλιτέχνη να δίνει μια δωρεάν συναυλία για λίγους. Η επιθυμία τους δεν ήταν και τόσο ουτοπική. Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά φέτος, με εκατοντάδες κόσμου και μεγαλύτερο επαγγελματισμό που όμως δεν αλλοίωνε την αίσθηση ότι ήσουν καλεσμένος στο πάρτι ενός φίλου, το παλιό τους όνειρο στέφθηκε ξανά με επιτυχία. Μικρά λεωφορεία πηγαινοέφερναν τον κόσμο με ένα ευρώ εισιτήριο καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, το μπαρ ήταν οργανωμένο, οι μουσικοί έμοιαζαν να το διασκεδάζουν περισσότερο απ’ τους ακροατές, όλοι χαμογελούσαν.
Δεν είναι τυχαίο που οι διοργανωτές επέλεξαν το συγκεκριμένο νησί. Στα Κουφονήσια φυσάει ένας αέρας σπάνιος. Το παιδί στη λάντζα θα σου δώσει το χέρι για να αποβιβαστείς με ασφάλεια στη στεριά, η ηλικιωμένη κυρία του μίνι-μάρκετ θα σ’ ευχαριστήσει που ψώνισες από εκείνη ενώ ξέρετε κι οι δυο πως δεν διέθετες πολλές επιλογές. Νέοι άνθρωποι με μέσο όρο ηλικίας τα εικοσιπέντε περπατούν σε καλντερίμια λιθόστρωτα και αμμώδεις παραλίες μέχρι αργά το βράδυ, όχι όμως με το επιβεβλημένο κλισέ του κλάμπινγκ και του «ξεφαντώματος».
Στο μικρόκοσμο του φεστιβάλ, βέβαια, τα live διαρκούσαν μέχρι τις τρεισήμισι τα ξημερώματα. Πέρα από τους προαναφερθέντες, οι Wedding Singers ανέβασαν τα γκάζια με eurotrash διασκευές, οι Baby Guru έδειξαν ξανά πόσο καλά στέκονται στο ζωντανό, η καλοκαιρινή ποπ του Leon βρήκε το φυσικό της περιβάλλον και η γλυκιά μελαγχολία της Τango with Lions μπερδεύτηκε υπέροχα με τη μελαγχολία της τελευταίας ημέρας. Φυσικά, η μουσική σε τέτοιου τύπου συνευρέσεις δεν είναι παρά η αφορμή. Προσωπικά δεν έζησα κάποια συγκλονιστική μουσική εμπειρία και είμαι βέβαιος πως δεν έφταιγαν ούτε τα προβλήματα ήχου ούτε η μη τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων. Κι όμως, το πρωί που έπεφτα να κοιμηθώ, η μουσική γύριζε ακόμα γλυκά στο κεφάλι μου, με τον ίδιο τρόπο που ο ήλιος του μεσημεριού μου έκαιγε ακόμα την πλάτη.  

(οπως δημοσιευτηκε στο "Κ" της Καθημερινης - Αυγουστος 2013)


*η φωτογραφια του Π.Π. ειναι του Ανδρεα Λαμπροπουλου - η φωτογραφια του Φ.Δ. ειναι της Λιλας Τζαμουση.


Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Tα 10 αγαπημενα μου ελληνικα τραγουδια

                                               

                                                 
 






Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Εδώ μιλάμε για λατρεία

10 σημεία που κάνουν τους Κόρε. Ύδρο. ξεχωριστούς 




Jesus Christ Superstar
Oι στίχοι του Π.Ε. Δημητριάδη έχουν έναν τρόπο να αλιεύουν από μέσα σου το καταπλακωμένο από τόνους ανοησίας και ψευτιάς θρησκευτικό αίσθημα. Η αγάπη αυτή είναι κυρίως μια ταύτιση με το πρόσωπο και τον λόγο του Χριστού, δεν χρησιμοποιείται ως καμουφλαρισμένη υπεράσπιση του χιπισμού (ακούστε π.χ. τις  «Δέκα Εντολές» του συγκροτήματος Σκορπιός - ξεκίνημα του Γιάννη Γιοκαρίνη πίσω στο 1973) και δεν φορά τις παρωπίδες της θρησκοληψίας, αφού τραγούδια όπως τα «Χωρίς επίκληση», «Συμφιλίωση» και «Τα βράδια της κρίσης» ασκούν κριτική.

Δίσκοι ψυχαναγκαστικής τελειομανίας
Στίχοι με άνω τελείες, παρενθέσεις και χρωματικές παρεμβολές. Ενορχηστρώσεις που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό. Artwork  βραβευμένο από τα ΕΒΓΕ, πάντα πρωτότυπο, ποτέ διεκπεραιωτικό. Δικαίως οι συναυλίες τους χαρακτηρίζονται θρυλικές, όμως οι ίδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους πρωτίστως καλλιτέχνες του στούντιο. Έτσι, φτιάχνουν άλμπουμ έργα τέχνης αγνοώντας την προχειρότητα που επιτάσσει η εποχή και οι εξασφαλισμένα χαμηλές πωλήσεις, κυρίως για να ικανοποιήσουν τα στάνταρ της δικής τους υψηλής αισθητικής.

Υποβόσκον χιούμορ
Ιστορικές μπάντες όπως οι Τρύπες και τα Διάφανα Κρίνα, αγκάλιασαν αυτάρεσκα μια μελαγχολία, την οποία δεν απεκδύθηκαν στιγμή. Στους Κόρε. Ύδρο. τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μαζί με την αγιάτρευτη θλίψη που έχει σφηνώσει στο πιάνο τους, η οποία πράγματι φλερτάρει με τον κίνδυνο της εκφραστικής μανιέρας, συνυπάρχουν και δόσεις χιούμορ που λειτουργούν ευεργετικά. Τραγούδια όπως τα «Όλες οι μικρές μου λέξεις», «13 μήνες σε 3 λεπτά», «Πρωινή διερώτηση» και «Μια ανοιχτή πληγή», καθώς και διάσπαρτα γατάκια, αρκουδάκια, στρουμφάκια, φωτίζουν μιαν άλλη πλευρά του γκρουπ, αυτή που άλλωστε υιοθετείται και στα credits των cd, τα videoclip και τις συνεντεύξεις.

Διακριτική αποδοχή της ομοφυλοφιλίας
Με προβοκατόρικους τίτλους όπως «Χειραψία (Gay anthem for the new millennium)» και στίχους συγχυσμένης σεξουαλικότητας («ούτε για τον συντοπίτη που με φίλησε σχεδόν στο στόμα», «σε μια ανδρόγυνη κατάσταση αιωρούμαι»), περιγράφουν χωρίς φόβο ή ντροπή πράγματα που ο καθένας λίγο-πολύ βιώνει ή σκέπτεται. Έτσι, χειρίζονται τον ανομολόγητο ερωτισμό μεταξύ δύο ατόμων ίδιου φύλου με τρόπο βαθιά ποιητικό, σαν γνήσια παιδιά του Καβάφη και του Χριστιανόπουλου. Η στάση τους αυτή μοιάζει να πηγάζει από μια ανάγκη υπεράσπισης των αδυνάμων και όχι εξομολόγησης προσωπικών προτιμήσεων.


Trash love
Στον σύμπαν τον Κόρε. Ύδρο., οι «ξεπεσμένοι» αστέρες που λοιδορούνται από όσους συγχέουν το σοβαρό με το σοβαροφανές, λογαριάζονται σαν βασιλιάδες. Ο Π.Ε. Δημητριάδης έχει φωτογραφηθεί περήφανα πλάι στον συγχωρεμένο τον Βασίλη Τσιβιλίκα, εντάσσει στίχους του Γονίδη στις συνεντεύξεις του, συγκινείται (σύμφωνα με λεγόμενά του) με τα τραγούδια του Καρβέλα από το “Je taime”, ενώ σε περσινή του επίσκεψη στην Αθήνα διασκέδασε στη μουσική παράσταση του Μάκη Δελαπόρτα και της Κωνσταντίνας. Επιπλέον, πίσω στο 2010, οι Κόρε. Ύδρο. διασκεύασαν ζωντανά δύο τραγούδια του Αντρέα Μικρούτσικου, τα οποία και έλαμψαν μέσα στο setlist σαν κορυφαία δείγματα ελληνικής ποπ, όπως τους αξίζει.

Site
Εντάξει, δεν την ανανεώνουν πια με τη συχνότητα και το κέφι του παρελθόντος, ωστόσο εξακολουθούν να διαθέτουν την καλύτερη (και με διαφορά!) ιστοσελίδα έλληνα καλλιτέχνη. Το koreydro.gr δεν είναι απλά ένα μέσο προώθησης των δραστηριοτήτων τους – είναι λόγος να τους αγαπήσεις. Αρχειοθετούν με ευλάβεια τις συνεντεύξεις, τα άρθρα και τις κριτικές, αναρτούν αστείες φωτογραφίες από τις οποίες πετάγονται κρυφά μηνύματα όταν σύρεις επάνω το ποντίκι, ανεβάζουν σχεδόν καθημερινά ένα «τραγούδι της ημέρας» και διασώζουν περήφανα τα «ανώριμα» τραγούδια και videoclip που έφτιαχναν όταν ήταν παιδιά.

Yποκειμενικότητα
Στα παλιά τα χρόνια, το τραγούδι είχε κατά κανόνα μια συλλογική ταυτότητα, δεν νοούνταν δηλαδή ως μέσο έκφρασης του ενός αλλά των πολλών. Ο πρώτος που υπερασπίστηκε την υποκειμενικότητα στην Ελλάδα ήταν ο Τσιτσάνης («γλυκοχαράζουν τα βουνά/ μα εγώ τα βλέπω σκοτεινά») και στη συνέχεια ο Σαββόπουλος («τη νύχτα αυτή τη λέτε εσείς φωτιά/ μα εγώ τη λέω δέντρο»). Οι Κόρε. Ύδρο. λοιπόν έχουν πολλά τέτοια στοιχεία προσωπικής- λοξής ματιάς στα τραγούδια τους: «Γιώργο η αλήθεια των πολλών πώς με τρομάζει», «κάποιοι το είπαν θαύμα της φύσης […] εγώ όμως ένα μόνο ξέρω», «με χλεύασαν γιατί δεν ήμουν σαν κι αυτούς», «και αν για κάποιους με σφραγίδα είμαι τρελός». Αυτό τους το γνώρισμα, δίνει και μια καλή εξήγηση του γιατί διαθέτουν λίγους αλλά φανατικούς ακροατές, οι οποίοι νιώθουν το συγκρότημα δικό τους. Τοχει πει ωραία κι ο Morrissey: “People see no worth in you/ but I do”.

Aνεξαρτησία
Τα κάνουν όλα μόνοι τους. Ζητούν στήριξη μόνο από δικούς τους ανθρώπους. Δεν πήραν «το χρίσμα της Γαλάνη», δεν κάλεσαν κανένα μεγάλο όνομα να συμμετάσχει σε δίσκο τους για μεγαλύτερο crossover (προτιμούν τις φίλες τους!), παρέδωσαν αυτούσια την «Φτηνή Ποπ για την Ελίτ» στη Μinos όταν δεν τους ήξερε κανένας χωρίς να επιτρέψουν παρεμβάσεις. Την ώρα που άλλα γκρουπ χρησιμοποιούν τον όρο “indie” μόνο για να αυτοπροσδιοριστούν μουσικά, οι ίδιοι τον έχουν ασπαστεί ως τρόπο ζωής. Κι όλα αυτά πάντα με βάση την Κέρκυρα, από την οποία δεν διανοήθηκαν ποτέ να φύγουν.

Αντισυμβατικές φωνές
Ο Π.Ε. Δημητριάδης είναι ένας σπάνιος, ιδιαίτερος τραγουδιστής. Βουτάει ξεδιάντροπα στο μελό των ερμηνευτών της δεκαετίας του ’70 και δεν πνίγεται, πατάει χωρίς δυναμική στις χαμηλές νότες, περνά απότομα στις ψηλές και αυτή η αστάθεια, η ομορφιά του ακατέργαστου, είναι που κάνει τη διαφορά. Από την άλλη, ο Αλέξανδρος Μακρής, που σε κάθε δίσκο διεκδικεί όλο και περισσότερα λεπτά στο μικρόφωνο, τραγουδάει πάντα χαμηλόφωνα. Ίσως όχι τόσο εκφραστικά όσο ο πρώτος, αλλά τρυφερά, χωρίς στόμφο, με τη συστολή ενός εφήβου χαμηλών τόνων.

Υπερβολή
Τυπώνουν μπλουζάκια με το όνομα του γκρουπ σε χρώματα και σχέδια για κάθε γούστο, κάνουν δηλώσεις στην ισπανική τηλεόραση, μένουν ημίγυμνοι στη σκηνή, επιδίδονται σε παρατεταμένο stage-diving, σπάνε κιθάρες. Αυτό που η Δέσποινα Τριβόλη περιέγραψε πολύ εύστοχα σαν «ένα συνδυασμό μεγαλομανίας και αυτοσαρκασμού» ίσως απωθεί τους ανυποψίαστους, μεταξύ των μυημένων όμως αποτελεί μια σιωπηλή συμφωνία με το γκρουπ, μια κοινή πίστη πως δεν χρειάζεται να πουλήσεις δεκάδες χιλιάδες cd και να παίξεις στο Λυκαβηττό ή στο Coachella για να ζήσεις το όνειρο. Πίσω στη δεκαετία του ’90, οι Κόρε. Ύδρο. ονειρεύτηκαν να γίνουν σαν τους Nirvana. Σε πολλά πράγματα, συμπεριφέρονται σαν να το έχουν καταφέρει.

(όπως δημοσιεύτηκε στο lifo.gr - Mαιος 2013)

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Καλώς τα

Το cd  των Phosphorescent, τους οποίους έμαθα πρόσφατα, το πήρα γιατί περιλαμβάνει το καλύτερο φετινό τραγούδι που έχω ακούσει ως τώρα (Song for Zula).
Το cd των Flaming Lips το πήρα εντυπωσιασμένος ακόμα από το Embryonic του 2009, το οποίο θεωρώ αριστούργημα.
Το cd των Strokes το πήρα εθιμοτυπικά. Τους βλέπω σαν μια παλιά κοπέλα που είχα στο Λύκειο και μ'άρέσει να κρατάω επαφή μαζί της.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

η ουσία ειναι το Παν

«Μα πώς μπορείς να δηλώνεις Αριστερός και να μου χρεώνεις το μπουκάλι 140 ευρώ»; Αυτό είναι το πρώτο σχόλιο που θα ακούσεις σήμερα για τον Πανούση. Και παρ’ ότι μπορείς να αντιτείνεις πολλά στο παραπάνω επιχείρημα (ουδείς σε αναγκάζει να πας, κανένας μαγαζάτορας δεν λέει όχι σε λίγα περισσότερα έσοδα αν η υψηλή προσέλευση μοιάζει εξασφαλισμένη κλπ.), η ουσία είναι ότι το θέαμα που προσφέρει ο Πανούσης δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Είναι κάτι το μοναδικό, κάτι θαρραλέο και αυτόφωτο.
Αποτελεί λάθος, νομίζω, να κρίνεις μια παράσταση και κατ’ επέκταση έναν καλλιτέχνη με κριτήρια καθαρά ποσοτικά, δηλαδή όχι με βάση το έργο αλλά με βάση το πόσο χρεώνεται αυτό. Όσοι δεν αγαπούν τίποτα στ’ αλήθεια, όσοι κλαίνε τα ευρουλάκια τους επειδή αντιλαμβάνονται μια έξοδο στον Πανούση σαν μία ακόμα πρόταση διασκέδασης, είναι φρονιμότερο να απέχουν. Τέλος, για τους μη έχοντες, υπάρχει πάντα η επιλογή που λέγεται όρθιος στο μπαρ και κοστίζει 25 ευρώ. Συμπεριλαμβάνω το δεύτερο ποτό, καθώς μου φαίνεται αδιανόητο το να μείνει κάποιος τρεις με τέσσερις ώρες όρθιος μόνο με ένα.
Με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα να πίνω κι εγώ το ποτάκι μου στο πολυτελές, τεράστιο αλλά και κατάμεστο Troika Club το περασμένο Σάββατο. «Έχει μείνει μισός ο Πανούσης», μου επισήμανε ο φωτογράφος μας Χάρης Σφακιανάκης με το που συναντηθήκαμε, αναφερόμενος προφανώς στην πρόσφατη περιπέτεια υγείας του μέχρι πρότινος συμπαγή καλλιτέχνη. Λίγα λεπτά νωρίτερα, τον είχε δει απ' έξω να τραγουδάει για τους ερχόμενους πελάτες, στο πλαίσιο του γνωστού κόνσεπτ «Δείγμα Δωρεάν». Σβήνουν τα φωτά λοιπόν, βγαίνουν οι καπνοί και με ανοιχτό το στόμα διακρίνω επί σκηνής μια λυπητερή μικρογραφία Πανούση να τραγουδά με τη γνώριμη φωνή. Σύντομα συνειδητοποιώ ότι πρόκειται περί νάνου καλοδουλεμένης ομοιότητας. Και κάπου εδώ τελειώνουν τα spoilers, για χάρη όσων σκοπεύουν να παρακολουθήσουν την παράσταση στο άμεσο μέλλον.
Πράγματι, ο Πανούσης ήταν εμφανώς αδυνατισμένος και αδύναμος, κάτι όμως που δεν επηρέασε ούτε στο ελάχιστο τη φωνητική του αρτιότητα, τη γνωστή ταχύτητα στις ατάκες, τις υπέροχα άτσαλες χορευτικές φιγούρες. Βέλη κοφτερής σάτιρας έφυγαν ξανά προς κάθε κατεύθυνση: προς τον Σαμαρά, τη Μακρυπούλια, τις εθιμοτυπικές εβδομαδιαίες διαδηλώσεις της Αριστεράς, τη Χρυσή Αυγή, την εύσωμη κυρία του πρώτου τραπεζιού η οποία έκρυβε στην τσάντα της βεντάλια σε περίπτωση που πιάσει ζέστη. Αρκετά τα κοινά στοιχεία με προηγούμενες παραστάσεις, αλλά και πολλές οι προσθήκες, που επιτέλους δικαίωσαν τους μυημένους. Μοναδικό φάουλ η αναφορά στο θέμα των αντιδράσεων που προκάλεσε στην ελληνοεβραϊκή κοινότητα η αφίσα της παράστασης, η οποία συνδυάζει το άστρο του Δαβίδ με τη χιτλερική σβάστικα. Γιατί ο Πανούσης αρκέστηκε να πει πως τα δύο σύμβολα του ταίριαζαν όταν τα έβαλε μαζί στον υπολογιστή. Θα ήταν καλύτερο ίσως να παραδεχόταν πως του αρέσει να προκαλεί ή/και να υπενθυμίσει ότι η παραποίηση των συμβόλων αποτελεί μια παλιά κατάκτηση της σάτιρας.
Στα μουσικά τώρα, οι πατροπαράδοτοι χαρντροκίζοντες δρόμοι υποστηρίχτηκαν από τυπικά σφιχτοδεμένη μπάντα, με μπροστάρη τον κιθαρίστα Στέλιο Φράγκο, ο οποίος παραμένει μια επιβλητική ροκ φιγούρα επί σκηνής, στον απόηχο της συνεργασίας του με την Άννα Βίσση. Μαζί με τα διαχρονικά hits ακούσαμε μετά από καιρό το "Vivere Pericolosamente" (το πιο εύστοχο ελληνικό τραγούδι για τη συζυγική μιζέρια), ενώ ο αληθινός δυναμίτης έσκασε στην αρχή του δεύτερου μέρους με το "Για Τη Γιορτή Της Μητέρας", που φέρει θυμίζω τον ανατριχιαστικό στίχο «μικροαστοί, θα σας φάνε τα παιδιά σας». Αξίζει νομίζω να υπογραμμιστεί εδώ πως ο Πανούσης διαθέτει αυτή τη στιγμή τη μόνη μπάντα που παίζει σκληρό ροκ σε τόσο μαζικό επίπεδο εν Ελλάδι, αν και η λογική της φιάλης και των στραγαλιών στην οποία υπακούν χώροι όπως το Troika Club ομολογουμένως στερεί λίγη αίγλη από αυτήν του την κατάκτηση.
Μας κάνει η σάτιρα του Πανούση πιο αφυπνισμένους και πνευματικούς πολίτες; Γιατρεύει το πρόβλημά μας; Αμφιβάλλω... Ο απελπισμένος καταφεύγει στη σάτιρα όχι επειδή του εξηγεί τι πήγε στραβά, όχι επειδή του προτείνει λύσεις, αλλά επειδή δεν έχει πουθενά αλλού να καταφύγει. Κι όταν ένας λαός υποφέρει όσο ο ελληνικός, το να του ζητάς να μην παρασυρθεί από την αυταπάτη μιας πρόσκαιρης ψυχικής ανάτασης, όσο διφορούμενη κι αν φαίνεται η λογική της βάση, είναι πάρα πολύ. Στο δικό μου το μυαλό, ο εξηντάρης αυτός με τα μακριά γένια, που φοράει τη μπλούζα μέχρι τα γόνατα σαν παιδάκι με ρούχα μεγάλου και προφέρει το «ρο» γλυκά σαν νηπιαγωγός, επιχειρεί δύο μόνο πράγματα: να υπερασπιστεί την απόλυτη ελευθερία του λόγου και να μας κάνει να γελάσουμε. Τα καταφέρνει και τα δύο.

(όπως δημοσιευτηκε στο avopolis.gr - Μάρτιος 2013)








Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Σαββόπουλος ο μεγαλοπρεπής

Πώς αποφασίσατε να παίξετε στο Gagarin, έναν νεανικό χώρο αποκλειστικά για όρθιους;
Κοιτάξτε, η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν είμαι πια ούτε νέος, ούτε ροκ. Με συγκινεί όμως που με καλούν και με ξανακαλούν από το Gagarin. Πιθανόν εκείνοι να ξέρουν κάτι που δεν το ξέρω εγώ. Ε, ευκαιρία λοιπόν να το μάθω.
Ο αρχικός τίτλος της παράστασης ήταν Μουσικοπολιτικά Και Άλλα. Θα επικεντρωθείτε λοιπόν στα πολιτικά σας τραγούδια;
Πολιτικά; Τι να σας πω, θα σας γελάσω! Ε, φαντάζομαι ότι υπάρχουν κι αυτά, τα λεγόμενα «πολιτικά». Θέλω όμως να παίξω και τον “Μπάλλο”, έχω να τον παίξω χρόνια.
Κατεβήκατε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα πριν από 50 χρόνια ακριβώς, με ελάχιστες γνώσεις μουσικής. Πώς φτάσατε τρία χρόνια μετά στο Φορτηγό και πώς καταθέσατε στην πορεία ένα τόσο πλούσιο συνθετικό έργο, χωρίς ιδιαίτερες θεωρητικές γνώσεις;
Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά λόγια. Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα και πολλά πράγματα, κάτι έμαθα βέβαια εν συνεχεία. Ακούστε, δεν υποτιμώ τις θεωρητικές γνώσεις. Είναι κάτι πάρα πολύ χρήσιμο. Αλλά στα θέματα της τέχνης, ή μπορείς, ή δεν μπορείς.
Εσείς το ότι μπορούσατε το γνωρίζατε εξ’ αρχής;
Όχι βέβαια! Ούτε και τώρα έχω μάθει αν μπορώ ή όχι.
Χονδρικά, μέχρι και το Βρώμικο Ψωμί (1972) ήσασταν ένας καλλιτέχνης του περιθωρίου, αυτό που λέμε σήμερα «εναλλακτικός». Στα κατοπινά χρόνια, οι στίχοι σας γίνονταν τίτλοι σε εφημερίδες και οι μελωδίες σας συνόδευαν συνθήματα στο γήπεδο. Μοχθήσατε για να το πετύχετε αυτό; Χρειάστηκε να ρίξετε νερό στο κρασί σας;
Το κρασί μου ήταν πάντοτε καλό. Όχι, δεν αισθάνομαι πως έκανα κανέναν ιδιαίτερο μόχθο. Κοιτάξτε, έχω φτιάξει 15,16 προσωπικούς δίσκους μέσα σε 50 χρόνια –δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι και μεγάλος μόχθος αυτός. Όσο τώρα για το «εναλλακτικός» που λέτε… (σκέφτεται) Μου δημιουργούν αμηχανία τέτοιες ταμπέλες. Θυμάμαι πάντως πως το ’69, το Περιβόλι Του Τρελού είχε γίνει διεθνής δίσκος, έκανε επιτυχία. Πολλές φορές αισθανόμουνα εκτός, αλλά και πολλές εντός. Αυτά που έλεγα ή έκανα άλλες φορές γίνονταν αποδεκτά και άλλες φορές καθόλου. Δεν ήμουν πάντοτε δημοφιλής. Και ξέρετε, είμαι περήφανος για αυτό το πράγμα. O Dylan έλεγε ότι «τροβαδούρος που δεν τον προγκάνε, δεν είναι άξιος λόγου». Επομένως δεν είναι εύκολο να σταθώ στο «εναλλακτικός» ή στο «καθεστωτικός». Είμαι όπως είστε εσείς, ή όπως όλος ο κόσμος.
Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 επιχειρήσατε –όπως το αντιλήφθηκα εγώ τουλάχιστον– έναν καινούριο διάλογο με τον κόσμο. Στήσατε πάρτι που συζητήθηκαν, σας είδαμε σε mainstream τηλεοπτικές εκπομπές και παράθυρα ειδήσεων, στη γιορτή του Μιλένιουμ, στους Ολυμπιακούς… Κοιτάζοντας πίσω, βρίσκετε λάθη σε κάποιες από αυτές τις κινήσεις, οι οποίες ενδεχομένως παραμόρφωσαν τη δημόσια εικόνα σας;
Α, η δημόσια εικόνα μου είναι κάτι που δεν με ενδιέφερε ποτέ. Μου συμβαίνει το εξής: με γοητεύει πάντοτε το «άλλο», αυτό που δεν είμαι. Κάθε φορά που νιώθω μια σιγουριά σ’ ό,τι είμαι, νιώθω κι ένα ενδιαφέρον για το αντίθετό του. Γοητευμένος πήγα και έπαιξα με τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, τον Κουρκούλη, τον Γιάννη Πάριο, την Καλομοίρα. Τι θα πει «λάθος»; Εγώ αισθάνθηκα χαρά με αυτά τα πράγματα.
Ίσως αυτή η γοητεία που νιώθετε για το «άλλο», έκανε και κάθε δίσκο σας διαφορετικό από τον προηγούμενο…
Αλήθεια είναι αυτό. Τελειώνω μια δουλειά, κυκλοφορεί ο δίσκος, παίζουμε τα τραγούδια… Και μετά σαν να ξεχνιέμαι. Περνάει ο καιρός κι έρχεται ένας νέος δίσκος, που είναι διαφορετικός, καλά το λέτε.
Δεν το προσπαθείτε δηλαδή;
Όχι, ποτέ δεν λέω «θα κάνω κάτι άλλο». Απλώς είμαι κάπως ανοιχτός και δουλεύω σύμφωνα με τις εμπειρίες και τη συλλογική μου ταυτότητα, γιατί όλοι έχουμε ένα συλλογικό «εμείς», το οποίο αλλάζει κι αυτό. Εκ των υστέρων, χαίρομαι που βλέπω ότι δεν επανέλαβα το επιτυχημένο. Δεν κοίταξα κάτι τέτοιο, κοίταξα να εκφραστώ. Είναι καλύτερα να εκφράζεσαι, ανεξαρτήτως επιτυχίας. Είναι πιο χαρούμενο, πιο ευτυχισμένο. Να μια λέξη που έχουμε ξεχάσει. Όλοι λένε «επιτυχία» –κανείς πια δεν λέει «ευτυχία».
Στη Σούμα, το βιβλίο όπου συγκεντρώθηκε το σύνολο των στίχων σας μαζί με απόψεις πάνω στο έργο σας, συμπεριλήφθη ένα έντονα επικριτικό μα εύστοχο κείμενο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου. Σας έχει βοηθήσει ποτέ η αρνητική κριτική;
Κυρίως με έχει βοηθήσει, τολμώ να πω, το καλό μου γούστο. Διότι είναι τρομερά μπανάλ το να φυλάει κανείς και να βλέπει μόνο ό,τι είναι επαινετικό γι’ αυτόν. Είναι κιτς αυτό το πράγμα. Για λόγους λοιπόν πρώτα απ’ όλα καλού γούστου, συμπεριλαμβάνω στα αρχεία μου και επικριτικά δημοσιεύματα. Δεν είναι ένα και δύο. Μέχρι και προκηρύξεις έχουν κυκλοφορήσει εναντίον μου –θα τις βρείτε στην ιστοσελίδα μου. Από αυτή την άποψη, ναι, μου κάνουν καλό. Με βοηθούν να κρατάω ένα υψηλό επίπεδο και να διασώζω το καλό μου γούστο.
Όταν συμβαίνει όμως; Το καλοδέχεστε το αρνητικό σχόλιο;
Όχι, δεν το καλοδέχομαι καθόλου. Στεναχωριέμαι… Διότι, όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι κι εγώ θέλω να μ’ αγαπάνε, να με χειροκροτάνε. Όμως δεν είναι έτσι η ζωή.
Τα περισσότερα πολιτικά σας τραγούδια είναι στην ουσία «αντιπολιτικά»: υπερασπίζονται μια ζωή ελεύθερη, πάνω από κόμματα και ιδέες. Ο χαρακτηρισμός «απολιτίκ» όμως, που αποδίδεται συχνά στη σημερινή νεολαία, δεν χρησιμοποιείται κολακευτικά. Τελικά ποια στάση πρέπει να κρατά ένας σκεπτόμενος άνθρωπος απέναντι στην πολιτική;
Να κοιτάει την ουσία. Όταν τα κόμματα είναι του στενού κομματικού συμφέροντος και όταν η κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτή που είναι από τη μεταπολίτευση και μετά, τότε βεβαίως πρέπει κανείς να βγαίνει πάνω από αυτά. Τώρα δεν ξέρω αν κάτι τέτοιο λέγεται «αντιπολιτική»... Ίσως αυτό να είναι η ουσιαστική πολιτική. Βλέπετε τώρα: ούτε συγχωνεύσεις έχουν γίνει, ούτε ιδιωτικοποιήσεις, ούτε η φοροδιαφυγή έχει παταχθεί, ούτε το δημόσιο έχει κάνει καμιά δίαιτα να ελαφρύνει. Κι αντί για όλα αυτά, τι κοιτάζουν; Τα μικροκομματικά. Την ουσία πρέπει να κοιτάει κανείς λοιπόν.
Έχετε τονίσει σε συνεντεύξεις πως στην παρούσα κοινωνικοπολιτική συγκυρία πρέπει να συμπαρασταθούμε στους νέους ανθρώπους. Πώς το εννοείτε; Με ποιους τρόπους;
Για να τελειώσει ο εφιάλτης αυτός, πρέπει να βάλουμε βαθιά το χέρι στην τσέπη, ώστε να αντέξουν οι πιο αδύναμοι και βεβαίως οι νέοι, που θα αναλάβουν μετά. Κι έπειτα, αν έχεις μια ιδέα δημιουργική και ζωντανή, πρέπει να τη μεταδώσεις στους νέους ανθρώπους.
Κι αν ξέρεις πως δεν θα βγάλεις χρήματα από την ιδέα αυτή στην παρούσα φάση;
Εγώ τώρα σας μιλάω για την ουσία. Δεν σας μιλάω για φραγκοδίφραγκα.
Ένας γονιός που ζει ακόμα με το παιδί του, ενώ εκείνο έχει περάσει τα 30, το βοηθάει ή του κάνει κακό;
Ασφαλώς και το βοηθάει. Μα όλες οι οικογένειες αυτό κάνουν τώρα. Επίσης, δράττομαι της ευκαιρίας να πω ότι αν ένα παιδί βρει ανοιχτή πόρτα για το εξωτερικό, πρέπει να φύγει. Δεν θα κάτσει να μαραίνεται εδώ πέρα... Άλλωστε μόνο εκεί έξω θα βρει μέσα του τη μεγάλη σημασία της Ελλάδος. Και θα μπορέσει να ξαναγυρίσει πολύ καλύτερος απ’ ότι είναι τώρα. Μόνο όταν φεύγουμε καταλαβαίνουμε τι είναι η Ελλάδα, τι σημαίνει η ελληνική ιδέα.
Ας γυρίσουμε στα καλλιτεχνικά. Μπορείτε να αναφέρετε έναν δίσκο, μια ταινία κι ένα βιβλίο που σας συνάρπασε τελευταία;
Μου άρεσαν πάρα πολύ τα καινούρια αστυνομικά του Μάρκαρη –η Τριλογία της Κρίσης. Επίσης, τα νέα διηγήματα του Χωμενίδη. Από ταινίες, έχω πολύ καιρό να δω μια καλή ελληνική ταινία. Η τελευταία ήταν το Πες Στη Μορφίνη Ακόμα Την Ψάχνω του Φάγκρα. Μου άρεσε πολύ όμως το παλαιστινιακό Παράδεισος Τώρα: πολύ καλοφτιαγμένη ταινία, μελαγχολική και χιουμοριστική ταυτόχρονα. Δίσκους δεν ακούω ιδιαίτερα. Το τελευταίο της Björk ήταν πάλι καλό... Από τα δικά μας, η Μόνικα έχει ενδιαφέρον, είναι πολύ καλή η φωνή και η μουσική της, αλλά δεν καταλαβαίνω τους στίχους. Είναι ο καημός μου αυτό το πράγμα –δεν μου αρέσει που φτιάχνουν τραγούδια στα αγγλικά. Αυτά τα νέα παιδιά με τα αγγλικά τους, είναι σαν χρυσόψαρα μέσα σε γυάλα. Πολύ ενδιαφέρον είναι και το άλμπουμ που έβγαλε η Βασιλική Καρακώστα με τα παιδιά των Μπουντούνηδων –τον τσελίστα Μπουντούνη και τη βιολονίστα. Μπράβο στα παιδιά!
Υπάρχουν ακυκλοφόρητα δικά σας τραγούδια από παλαιότερες περιόδους τα οποία δεν συμπεριλήφθησαν σε κάποιον δίσκο και που μπορεί να ακούσουμε κάποτε;
Τραγούδια που έχω κάνει για το θέατρο. Και από την τηλεόραση κάτι έχω. Ίσως αξίζει τον κόπο κάποια στιγμή να κάτσω να τα δω. Θα ήθελα πάντως να βγει σε CD το live από το αφιέρωμα που έκανα στον Χατζιδάκι. Σπανίως μένω ευχαριστημένος από εκείνα τα οποία ηχογραφώ. Αυτό το άκουσα και πραγματικά μου άρεσε, προφανώς επειδή δεν είναι δικά μου τραγούδια... Τώρα μεταφράζω τον Πλούτο του Αριστοφάνη, από την αρχή.
Να περιμένουμε και τη συμμετοχή του Πανούση, όπως έχει ακουστεί;
Είναι πολύ καλός, αλλά δεν ξέρω ακόμα, εγώ στη μετάφραση είμαι. Θα τα δούμε αυτά εν καιρώ.
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού; Θα μπορέσει να παράγει ξανά μείζονα έργα μετά τον θάνατο της δισκογραφίας έτσι όπως την ξέραμε;
Δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος για το άμεσο, το προσεχές μέλλον. Όχι επειδή δεν υπάρχουν πράγματα ενδιαφέροντα. Βλέπω όμως να υποχωρεί αυτή η προσπάθεια κράματος Ανατολής και Δύσεως –σε όλες τις τέχνες, όχι μόνο στη μουσική. Είναι κάτι που το ’χει ανάγκη ο τόπος μας κι η ψυχή μας. Αυτή η προσπάθεια σαν να εξασθενεί και είναι κάτι που με θλίβει κάπως. Επαναλαμβάνω όμως: ωραία πράγματα ακούω.
Πολλοί ισχυρίζονται πως η έλλειψη μεγάλων προσωπικοτήτων που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις Τέχνες, κρύβει πίσω της τη στροφή προς μια νέα συλλογικότητα. Συμφωνείτε με την άποψη αυτή;
Έτσι όπως το λέτε είναι. Γιατί μπορεί να μην υπάρχουν αυτές οι θηριώδεις προσωπικότητες, έχει όμως ανέβει πολύ ο μέσος όρος. Παντού. Και στο θέατρο και στον χορό και στο σινεμά. Πολλά νέα παιδιά έχουν πτυχίο ανώτατο, διαβάζουν ποίηση, λογοτεχνία, γνωρίζουν πολλά πράγματα… Και ξέρετε, το να ανεβαίνει ο μέσος όρος είναι ο πολιτισμός. Γιατί το άλλο, τα «θηρία», δεν μπορείς να τα έχεις όποτε θέλεις. Μπορεί να υπάρχουνε, μπορεί να μην υπάρχουνε –δεν θα καθίσουμε να τα περιμένουμε. Το πνεύμα όπου θέλει πνέει.
Βέβαια ο Χατζιδάκις έλεγε πως μέσα από τις εξαιρέσεις προχωράνε πάντα τα πράγματα…
Ναι, αλλά μόνο όταν ανέβει ο γενικός δείκτης, μπορεί κανείς να ελπίζει στους ογκόλιθους, στους μετεωρίτες, σ’ αυτά τα σπάνια πλάσματα.
Σε προσωπικό επίπεδο, τι σας δίνει δύναμη να ξεκινήσετε τη μέρα σας το πρωί και ηρεμία για να σας πάρει ο ύπνος;
Κοιτάξτε, εγώ ξυπνάω μουτρωμένος, δυστυχώς. Όσο κοιμάμαι και βλέπω όνειρα είμαι καλά. Όταν ξυπνάω έχει βουλώσει η μύτη μου, κρυώνω, δυσκολεύομαι να σηκωθώ… Ε, μετά βέβαια παίρνω μπρος σιγά-σιγά και πάω στις δουλειές μου. Το βράδυ μου είναι πολύ πιο ευχάριστο. Βλέπω τον Σουλεϊμάν και τον Πύργο του Ντάουντον και κάνω συγκρίσεις. Εγώ προτιμώ το δεύτερο, το αγγλοσαξονικό, διότι κι εκεί υπάρχουνε ίντριγκες, συνομωσίες, τρικλοποδιές, ναι, αλλά δεν σου κόβουν και το κεφάλι. Μετά αργώ να κοιμηθώ, είναι η φύση του επαγγέλματος τέτοια. Οπότε ξαπλώνω, διαβάζω κλασικά πράγματα και κατά τις τέσσερεις πια με παίρνει ο ύπνος.
Ποια σκέψη όμως σας δίνει χαρά;
Πολλά πράγματα, δόξα τω Θεώ... Τα εγγόνια μου ασφαλώς. Έρχονται και μου διηγούνται τι συνέβη στο σχολείο, μου περιγράφουν φάσεις από σπουδαίους ποδοσφαιρικούς αγώνες, μετά αρχίζω και τους λέω παραμύθια… Είναι μεγάλη ευχαρίστηση τα μικρά. Επίσης μου αρέσουν πολύ τα Σαββατοκύριακα. Διότι κάθομαι μόνος μου με τη σύζυγό μου, μαγειρεύω εγώ, το βράδυ επισκεπτόμαστε φίλους, πάμε σινεμά... Ε και η δουλειά μου βέβαια με ευχαριστεί.
Σας ευχαριστώ πολύ. Ραντεβού στο Gagarin λοιπόν!
Ευχαριστώ. Εγώ θα είμαι σίγουρα εκεί, ελπίζω κι εσείς…

όπως δημοσιεύτηκε στο avopolis.gr (Μάρτιος 2013)








Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

The book I read was in your eyes

Τρέφω μια ιδιαίτερη αδυναμία στις ροκ βιογραφίες. Βούρκωσα με το «Just Kids» της Patti Smith, γέλασα με το «I am Ozzy», ρούφηξα το «Life» του Keith Richards λες και δεν ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά την ιστορία των Stones και πήρα μαθήματα ταπεινότητας από το «Chronicles» του Dylan. Ένα κακό έχουν μόνο τα βιβλία αυτά: σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν το να μαθαίνεις για τα παιδικά χρόνια ενός μουσικού, τις περιπέτειές του με τα ναρκωτικά, το πώς βίωσε τη δημιουργία ενός άλμπουμ κ.λ.π., έχει κάποια σχέση με την ουσία της τέχνης του.

Στο «How Music Works», που κυκλοφόρησε το περασμένο φθινόπωρο από τις εκδόσεις Canongate, ο ανήσυχος πρώην μπροστάρης των Talking Heads David Byrne επιχειρεί να συνθέσει ένα ιδιόμορφο παζλ. Μολονότι εξερευνεί αυτοβιογραφικά τους σημαντικούς σταθμούς της μέχρι τώρα πορείας του, εξετάζει παράλληλα κάθε πτυχή του πλούσιου σύμπαντος που ονομάζεται μουσική. Καταπιάνεται, ας πούμε, με το πέρασμα από τον αναλογικό στον ψηφιακό ήχο. Με τα επιχειρηματικά μοντέλα των δισκογραφικών εταιριών. Με τη θεωρία ότι ο χώρος στον οποίο παρουσιάζεται ένα μουσικό έργο έχει άμεση σχέση με το ίδιο το έργο και τη δημιουργία του. Με τα αποστειρωμένα ωδεία και τον λάθος τρόπο που προσεγγίζουν τη μουσική. Χρησιμοποιώντας απλή γλώσσα, μινιμαλιστική εικονογραφία (στη σταχωμένη έκδοση του βιβλίου) και δόσεις χιούμορ, σου δημιουργεί την εντύπωση πως διαβάζεις κάτι εύπεπτο και καθόλου βαθυστόχαστο.

Ο Byrne είναι ένας διανοούμενος χωρίς σοβαροφάνεια. Ένας παρατηρητής της ζωής με γουρλωμένα μάτια, γεμάτα απορία. Ένας υπέρμαχος της απόλυτα ελεύθερης έκφρασης, αλλεργικός στις γενικολογίες. Με την ίδια ευκολία που μας μυεί στη Μουσική των Ουράνιων Σφαιρών μέσα από τις αναζητήσεις του Πυθαγόρα, μας μεταφέρει και στα υγρά κλαμπ των μέσων της δεκαετίας του ’70 και τις απαρχές του νεοϋορκέζικου πανκ. Από τις μέρες που έπαιζε γιουκαλίλι στους δρόμους του Μπέρκλεϋ για λίγα δολάρια στο καπέλο, μέχρι την πρόσφατη συνεργασία του με την St. Vincent, δεν νοσταλγεί τίποτα. Η ηχογράφηση του αριστουργηματικού ντεμπούτο άλμπουμ των Talking Heads ήταν γι’ αυτόν «μια δυσάρεστη εμπειρία» που δεν αποτύπωσε με ακρίβεια τον ήχο του γκρουπ. Κι όσο για τη ρομαντική αλητεία του Lower East Side, της περιοχής όπου στεγαζόταν το ιστορικό κλαμπ CBGB, έπαυε να είναι ρομαντική όταν ο ίδιος έβλεπε άστεγους να κάνουν την ανάγκη τους στους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ.

Ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι οι σελίδες όπου περιγράφει τη δημιουργία του άλμπουμ My Life in the Bush of Ghosts, στο πλευρό του Brian Eno. Το αξιοπρόσεκτο εδώ είναι η πλήρης αδιαφορία του για την διεκδίκηση δαφνών ως ο καλλιτέχνης που διέδωσε στο ευρύ κοινό την τεχνολογία των samples, παρ’ ότι πολλοί του το αναγνωρίζουν. Αντιθέτως, αναφέρει πως σε ένα άλλο μέρος του κόσμου, τη Γερμανία, ο πολυμήχανος Holger Czukay των Can μοιραζόταν παρόμοιες καλλιτεχνικές αναζητήσεις.

Ύστερα βγάζει έξω το κομπιουτεράκι. Χωρίς φόβο και πάθος, παραθέτει το ακριβές ποσό που έβαλε στην τσέπη με το άλμπουμ Grown Backwards (2004) - όλο το deal που είχε κάνει με την εταιρία με τα θετικά και τα αρνητικά του. Υπολογίζει το ποσοστό των εσόδων που αναλογεί στη δισκογραφική εταιρία με την ψηφιακή αγορά ενός δίσκου από το i-Tunes, το ποσοστό που κρατάει το ίδιο το i-Tunes και το, μικρό ομολογουμένως, τμήμα της πίτας που απομένει στον δημιουργό (για να μην μείνετε με την περιέργεια, μόλις 14%). Με αξιοσημείωτη εντιμότητα, παραδέχεται πως είναι άλλο πράγμα το να κυκλοφορεί ένα όνομα με εδραιωμένη φήμη το δίσκο του μέσω της ανεξάρτητης οδού χωρίς να επενδύσει χρήματα στο μάρκετινγκ (όπως έπραξαν με τον Eno στην περίπτωση του Everything That Happens Will Happen Today το 2009) και τελείως διαφορετικό να το κάνει ένας πρωτοεμφανιζόμενος ή μικρής εμβέλειας μουσικός.

Πέρα από την αδιαμφισβήτητη αξία του ως ένας στιχουργός που περιέγραψε χωρίς ποιητική φιοριτούρα την αστική ζωή, πειραματιζόμενος παράλληλα με πολλά μουσικά είδη (άλλες φορές πετυχημένα, άλλες όχι), ο Byrne είναι για ‘μένα πρότυπο μουσικόφιλου: έχει διευρυμένους ορίζοντες, δεν φοβάται να πει τη γνώμη του, αλλά δεν είναι και απόλυτος για τίποτα. «Υπάρχουν κάποια κλασικά έργα που πραγματικά απολαμβάνω» εξηγεί «αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τον Μπαχ, τον Μότσαρτ ή τον Μπετόβεν – και δε νιώθω καθόλου άσχημα γι’ αυτό». Ο τρόπος που υπερασπίζεται τον ερασιτεχνισμό, ο επαναπροσδιορισμός της ίδιας του της καλλιτεχνικής ταυτότητας με κάθε νέο του πρότζεκτ, η ευρεία γκάμα των ειδών που παρακολουθεί, φανερώνουν έναν 60άρη με προσλαμβάνουσες και δίψα εφήβου. «Υπάρχει χώρος για όλους μας» τονίζει. «Όπως και σε πολλούς άλλους, μου άρεσε το “Umbrella” της Rihanna και το “Ain’t no other man” της Christina Aguilera. Πολλές φορές, η εμπορική ποπ είναι το μόνο που θέλω, αλλά δεν το θέλω εις βάρος όλων των άλλων». Λίγο παρακάτω, θα αναφερθεί στον «απίστευτο» ήχο των SunnO))), υποκλινόμενος στην «όμορφη, σκοτεινή πλευρά της ambient».

Στο τέλος του «How Music Works» αντιλαμβάνεται κανείς πως, μιλώντας για τον εαυτό του και την καριέρα του, ο Byrne δεν αποσκοπεί στο να βάλει τα πράγματα στη θέση τους ή να θρέψει τον ναρκισσισμό του. Ο μόνος λόγος που ρίχνει φως στο παρελθόν του είναι για να εξηγήσει πώς κατέληξε στις απόψεις που εκφράζει. Αναζητά, δηλαδή, χειροπιαστά παραδείγματα που θα κάνουν λίγο πιο συγκεκριμένα όσα υπερασπίζεται. Προσωπικά, δεν έχω διαβάσει πιο πλούσιο, πιο ουσιαστικό και πιο συναρπαστικό βιβλίο μουσικής.

όπως δημοσιεύτηκε στο avopolis.gr - Φεβρουάριος 2013.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013