Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

20 τραγούδια από το 2011

 Arctic Monkeys - Love is a laserquest
Lykke Li - Sadness is a blessing
Destroyer - Kaputt
Anna Calvi - Blackout
tune-yards - Bizness
Wild Beasts - Loop the loop
EMA - California
Tom Waits - Pay me
Friendly fires - Live those days tonight
Smith Westerns - Still new
Nicolas Jaar - Colomb
Iron & Wine - Walking far from home
Jessie J - Price tag
Battles - Ice cream
Noel Gallagher - Death of you and me
Rihanna - You da one
Lana Del Rey - Video games
College feat. Electric Youth - A real hero
Φοίβος Δεληβοριάς - Το καταφύγιο
Δημήτρης Μεντζέλος - Γιατί δε μ'αγαπάς όπως παλιά

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Τα φουσκωμένα χείλη της Lana Del Rey


 Eνα αστέρι γεννιέται
 Φρεσκάρει για τελευταία φορά το απαλό ροζ κραγιόν της, ανεβαίνει στη σκηνή με αυτοπεποίθηση, λούζεται από το φως των προβολέων και αρχίζει να τραγουδάει βαριεστημένα το πιο λυπητερό hit της χρονιάς που φεύγει. Το όνομά της είναι Λάνα Ντελ Ρέι και ξέρει καλά ότι με την ομορφιά της θα είχε θαυμαστές ακόμα κι αν εργαζόταν σε σούπερ μάρκετ. Απλώς τυγχάνει τραγουδοποιός και ερμηνεύτρια. Επιπλέον, είναι η νέα ιέρεια των hipsters, το κορίτσι που πιθανότατα θα λάβει τη σκυτάλη της ποπ κυριαρχίας από την Αντέλ όσο εκείνη θα ξεκουράζει τη φωνή της.
    Στην πραγματικότητα, η 25χρονη Λάνα Ντελ Ρέι λέγεται Ελίζαμπεθ Γκραντ. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, μεγάλωσε στo κοντινό χωριό Λέικ Πλάσιντ και μετά τα 18 άρχισε να δοκιμάζει την τύχη της στα κλαμπ του Μπρούκλιν: με εφόδιά της μια κιθάρα και μισή ντουζίνα άγουρα τραγούδια, αναζήτησε τον πιο σύντομο δρόμο για τη διασημότητα. Αργότερα (2009) ηχογράφησε μάλιστα ένα άλμπουμ σε περιθωριακή δισκογραφική, αλλά το είδε να μη φεύγει ποτέ από τις αποθήκες της εταιρείας και άρχισε να σπέρνει αυτοσχέδια βιντεοκλίπ των τραγουδιών της στο διαδίκτυο.
    Τελικά, το καλοκαίρι του 2011 μια σπαρακτική μπαλάντα της με τίτλο «Video Games» έγινε ένα φευγάτο βιντεοκλίπ vintage αισθητικής και επιτέλους ο δρόμος για την καταξίωση άνοιξε. Στη συνέχεια η Λάνα είδε το βιντεάκι της να δοξάζεται στο ίντερνετ, πληροφορήθηκε ότι το τραγούδι της αγοράζεται τρελά από τους χρήστες του iTunes, άκουσε τη μουσική της στην τηλεοπτική σειρά «Gossip Girl» και στην επίδειξη μόδας του Βρετανού σχεδιαστή Κρίστοφερ Κέιν, έμαθε ότι τα εισιτήρια για την πρώτη συναυλία της στην Αγγλία έγιναν καπνός μέσα σε 13 λεπτά. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι τώρα καταφέρνει να συντηρεί μια αχλύ μυστηρίου για το άτομό της και να κρύβει καλά τα μυστικά της.
    Οταν ερωτάται για τις επιρροές της η Λάνα μας τα μπερδεύει: αναφέρει μεταξύ άλλων τους Nirvana, τον Eminem και τη Ντιαμάντα Γκαλάς... Οι ερμηνείες της θυμίζουν πάντως Μάριαν Φέιθφουλ και τα κομμάτια της χρωστούν μεγάλο μέρος της μαγείας τους στη μουσική υπόκρουση ταινιών της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Από την άλλη, η εικόνα καστανόξανθης στάρλετ με κουκλίστικες βλεφαρίδες και σαρκώδη χείλη που τη συνοδεύει έχει ήδη ερεθίσει τη φαντασία κακοπροαίρετων γραφιάδων. Προς το παρόν, όμως, η Λάνα κάνει πως δεν ακούει και βάζει τις τελευταίες πινελιές στο ντεμπούτο άλμπουμ της. Μέχρι δε την κυκλοφορία του, εκείνη θα κινείται μεταξύ Λονδίνου και Νέας Υόρκης, σε έναν δικό της κόσμο όπου όλα τελειώνουν και ξαναρχίζουν αέναα, σε έναν κόσμο που θυμίζει video game.

(όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γυναίκα - Δεκέμβρης 2011)

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Oταν ο Βύρωνας συνάντησε το Μύρωνα

(φώτο Charlie Makkos)
Μπες εδώ: http://www.gynaikamag.gr/4dcgi/_w_articles_womdeco_1_15/09/2011_406532

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Συνέντευξη Γιάννης Μηλιώκας


 Το στούντιο και δεύτερο σπίτι του Γιάννη Μιλιώκα βρίσκεται σε ένα υποφωτισμένο υπόγειο στο Χαλάνδρι. Κλεισμένος εκεί, προχειροντυμένος και ατημέλητος, μοιάζει με αγρίμι που δεν του επιτρέπουν να βγει, στο οποίο το μόνο που απομένει είναι να εκδικείται με τραγούδια. Αφορμή για τη συνέντευξη υπήρξαν οι επικείμενες εμφανίσεις του μαζί με τον Διονύση Τσακνή και τον Νίκο Ζιώγαλα στον Σταυρό του Νότου, που ξεκινούν αυτήν την Παρασκευή, 7 Οκτωβρίου, και θα συνεχιστούν κάθε Παρασκευή και Σάββατο για έξι συνολικά διήμερα...

Ετσι όπως ταλαιπωρηθήκαμε μέχρι να συναντηθούμε, θυμήθηκα τον διάσημο στίχο σας «Το Σάββατο μπορείς;». Γιατί είναι τόσο δύσκολο να συναντηθούν δύο άνθρωποι στην Αθήνα σήμερα;
Ξεμάθαμε, γιατί επικοινωνούμε συνήθως τηλεφωνικά. Αν δεν το ασκείς το σπορ που λέγεται ραντεβού, σταδιακά προκύπτει μια ακαμψία. Και βέβαια το κερασάκι στην τούρτα είναι οι καθημερινές απεργίες. Περαστικά μας!
Τι ετοιμάζετε στον Σταυρό του Νότου με τον Διονύση Τσακνή και τον Νίκο Ζιώγαλα;
Ο Διονύσης είναι ένας καλλιτέχνης που πρόσεξε τι θα κάνει και κυρίως τι δεν θα κάνει –ασχολήθηκε με όλα όσα είναι επί της ουσίας στη ζωή. Ο Νίκος πάλι είναι λίγο πιο, πώς να το πω…, ερωτικός! Στα τραγούδια του ασχολείται συνήθως με τα βραδινά θέματα, ενώ εγώ και ο Διονύσης με τα ημερήσια. Κι έτσι όπως τα έφερε ο διάολος, οι καιροί δηλαδή, η παρουσία μας είναι απαραίτητη. Εγώ δεν θα πάψω ποτέ να δηλώνω την αντίθεσή μου στο σύστημα, για να μη νομίζουν ότι αλλοτριώθηκα και συγχωνεύτηκα μέσα σε αυτό. Ερχεται άσχημος καιρός. Το άσχημος για ’σένα μπορεί να είναι κάτι πρωτοφανές, για μας όμως είναι μια απ’ τα ίδια. Σε ένα από τα πρώτα μου τραγούδια είχα γράψει «εμείς που μεγαλώσαμε με σάλτσα στο ψωμί»…
Να πάμε στο παρελθόν λοιπόν, αλλά να επιστρέψουμε στη μουσική. Εσείς τι ακούγατε τη δεκαετία του 1960, στην εφηβεία σας; Σας ρωτάω γιατί οι επιρροές σας είναι κάπως ασαφείς…
Οι επιθυμίες μου με οδήγησαν στον δρόμο με μια βαλίτσα και μια κιθάρα και δεν είχα τρίτο χέρι να κουβαλάω και στερεοφωνικό. Χωρίς ποτέ να ’χω δικιά μου δισκοθήκη, άκουσα όλες τις μουσικές. Ημουν τυχερός γιατί πρόλαβα και την τζαζ της Αμερικής στο φόρτε της και το ροκ εν ρολ, και μετά Deep Purple, Pink Floyd, Jethro Tull… Η λαϊκή μουσική θα έλεγα πως με απώθησε, γιατί δεν με αφορούσε. Eίχε κάτι πονεμένες ιστορίες τις οποίες δεν είχαμε μάθει στο σπίτι ούτε να τις βιώνουμε ούτε να τις περιγράφουμε με τον τρόπο που τις ακούγαμε στα τραγούδια. Η ζημιά δεν συζητιόνταν στο πατρικό μου –προσπαθούσαμε να την ξεχάσουμε. Και παρ’ όλο που ο πατέρας μου ήταν μηχανουργός και η μητέρα μου βοηθός του, άκουγαν κλασική μουσική. Προφανώς γιατί θαύμαζαν τη μεγαλοπρέπεια που κρύβουν αυτές οι ηχογραφήσεις, η οποία μας θυμίζει αυτό που ξεχάσαμε: το εν δυνάμει του ανθρώπου.
Το λαϊκό τραγούδι δεν το αγαπήσατε, ωστόσο ξεκινήσατε παίζοντας κιθάρα σε λαϊκά μαγαζιά…
Ετσι τα ’φερε η κατάρα. Δοκίμασα να κάνω δυο-τρία ροκ γκρουπ, αλλά το αποτέλεσμα ήταν μηδενικό.
Και γιατί δεν διαλέξατε άλλη δουλειά;
Ηθελα να παίζω κιθάρα. Εμαθα μέσα σε ένα τρίμηνο όλα τα γνωστά ελληνικά τραγούδια –γιατί είναι πολύ εύκολα– μετά βρήκα μπασίστες και ντραμίστες με ροκ καταβολές που ήταν αναγκασμένοι κι αυτοί να παίζουν λαϊκά για να ζήσουν. Παίζαμε λοιπόν ό,τι θέλαμε από πίσω, είχαμε βάλει μπροστά ένα μπουζούκι και όποιος καταλάβαινε, καταλάβαινε… (γέλια). Μιλάμε τώρα για τη δεκαετία του 1970. Με εξαίρεση κάποια διαλείμματα, έπαιζα σε καθημερινή βάση για 12 χρόνια.
Πόσες ώρες την ημέρα;
Από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 5 το πρωί. Αλλά έχω κάνει και δουλειές στις οποίες πήγαινα απόγευμα σε έναν χώρο, μετά το βράδυ σε έναν άλλο και τα μεσάνυχτα σε έναν τρίτο. Επαιζα δηλαδή σύνολο γύρω στις δώδεκα ώρες.
Πώς αντέξατε;
Δεν απογοητεύτηκα γιατί έλεγα «παίζω μουσική». Έχει μέσα τη λέξη «παίζω». Αυτό εμένα με κάλυψε, με ηρέμησε, με παραμύθιασε. Επίσης είχα πάντοτε ένα κόλπο: ενώ ασχολιόμουν με κάτι, ετοίμαζα κάτι άλλο. Κάποια στιγμή άνοιξα μια γκαλερί και ζωγράφιζα. Μέσα εκεί λοιπόν έγραψα τα πρώτα τραγούδια μου και το 1985 έβγαλα το πρώτο μου άλμπουμ, το Εδώ Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά άρχισα να ασχολούμαι και με την ηχοληψία. Υστερα σκέφτηκα πως είχα πει ό,τι ήθελα να πω, είχα εκφράσει τα παράπονά μου και βγήκα από τον χορό μήπως βρω καμιά λύση. Λύσεις υπάρχουν παντού. Υπάρχουν δηλαδή δέκα πολιτισμοί τουλάχιστον, εδώ και χιλιάδες χρόνια, που από ένα σημείο και μετά κάτι ανακάλυψαν. Σαν Έλληνας ασχολήθηκα έτσι με την Αρχαία Ελλάδα και έγραψα κι ένα βιβλίο, το Μαίανδρος. Δέκα χρόνια μου πήρε αυτή η ιστορία... Ο Μαίανδρος είναι τα χέρια μας, που είναι δεμένα μεταξύ τους. Αν δεν δυναμώσουν τα χέρια μας –για να μπορούν να πετάξουν ένα ακόντιο, έναν δίσκο ή ένα τόξο– δεν έχουν την ικανότητα να κουβαλήσουν τον εαυτό μας. Επίσης βρήκα από τον Ιπποκράτη ότι το κράτημα της αναπνοής στο κεφάλι (και όχι στο στήθος) παράγει δύναμη. Με τον μηχανισμό αυτόν τον αρχαίων ανακυκλώνουμε την ενέργειά μας. Και δεν χρειαζόμαστε τρία γεύματα την ημέρα, αλλά μισό.
Δεν μπορεί όμως τώρα κάποιος να πει, τι θέλει ο Μηλιώκας και μιλάει για την αρχαιότητα και για το σώμα μας σε ένα μουσικό site;
Ένα ωραίο αυτοκίνητο παρκαρισμένο χωρίς βενζίνη είναι άχρηστο. Πρέπει να μάθουμε να βάζουμε τη σωστή βενζίνη για να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Οταν βλέπω τον Πάγκαλο και τον Βενιζέλο να έχουν σώματα τα οποία η βαρύτητα έχει καταρακώσει, δεν περιμένω να μου βρουν λύσεις για τίποτα. Αμα δεις έναν από αυτούς να έρχεται προς το μέρος σου από μακριά, νομίζεις ότι έρχεται ολόκληρη παρέα…
Πάμε πίσω στη μουσική. Πού οφείλεται αυτή η τεράστια έκρηξη δημιουργικότητα που είδαμε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, της οποίας αποτελείτε μέρος;
Υποψιαστήκαμε τη διαφορετικότητα των στίχων του εξωτερικού, που ασχολούνταν με άλλα θέματα, ενώ εδώ έλεγαν «καρδιά μου καημένη» και χέσε μέσα. Επίσης πήρε το μάτι μας την ουρά που φτιάξαν κάποιοι άνθρωποι για να βολευτούν: άλλοι πήραν το τρένο της Αλλαγής, άλλοι πήραν τη δάδα της Νέας Δημοκρατίας και προχώρησαν… Ε, εμείς δεν θέλαμε να είμαστε συμμέτοχοι σ’ αυτό το παιχνίδι. Κοίταξε, ίσως να κάναμε κάτι. Αλλά όπως είχε πει και ο Χατζιδάκις και όπως σου έλεγα για τον Διονύση πριν, δεν είναι μόνο το τι θα κάνεις αλλά και τι δεν θα κάνεις. Αν θα υποκύψεις δηλαδή ή όχι.
Τραγουδήσατε πρόσφατα στους Αγανακτισμένους το “Να Δεις Που Κάποτε Θα Μας Πούνε Και Μαλάκες”, ένα κομμάτι με απαισιόδοξο μήνυμα αλλά χαρούμενη μελωδία. Τι σκεφτόσασταν όταν το γράψατε;
Το χαρούμενο προκύπτει επειδή λες μέσα σου δεν θα λυγίσω, δεν θα κατεβώ στο επίπεδό τους, ας βρουν κάποιον άλλο να τρελάνουν. Οταν γράφτηκε το ρεφρέν πίσω στο 1988, έλεγε «κι εμείς καθόμαστε και κοιτάμε σαν μαλάκες». Θορυβήθηκαν από την εταιρεία –το είδαν σαν προτροπή να γίνει ένα ντου και να πάρουμε το Σύνταγμα. Την άλλη μέρα τους το πήγα αλλαγμένο και έλεγε «να δεις που κάποτε…». Οπως λοιπόν στο μπιλιάρδο κάνεις καραμπόλα από σπόντα, ήρθε ο στίχος αυτός είκοσι χρόνια μετά και έδεσε. Μας λέγαν από τότε μαλάκες βέβαια, απλώς τώρα το μάθαμε.
Και το “Για Το Καλό Μου” πώς σας ήρθε;
Το είχα ξεκινήσει σε ένα πακέτο από τσιγάρα –ήταν πλακέ τότε τα πακέτα και από πίσω έγραφες. Έδωσα τους πρώτους στίχους στον παραγωγό μου και ανατρίχιασε. Μου είπε να το συνεχίσω, να γίνει τραγούδι. Εγώ δεν ήθελα γιατί με στεναχωρούσε. Με έβαλε λοιπόν με το ζόρι να θυμηθώ και να καταγράψω μερικά δικά μου βιώματα και κάποια άλλα γενικά.
Γιατί αγγίζει τόσο κόσμο;
Ολα αυτά που λέει τα σκεφτόμαστε ο καθένας στο σπίτι του, αλλά η μουσική λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος. Συνειδητοποιείς μέσα από ένα τραγούδι αυτό που αισθάνεσαι και λες ΟΚ, δεν είμαι ο μόνος, υπάρχει και ένας άλλος που το παρατήρησε και το εξέφρασε και μου δίνει και λύση. Ή τουλάχιστον ο στόχος μου είναι να παίζει τέτοιο ρόλο το τραγούδι.
Χαζά τραγούδια έχετε γράψει;
Χαζά δεν θα τα ’λεγα... Έχω παρατηρήσει πως πολλοί στίχοι σε τραγούδια άλλων είναι σαββατοκυριακάτικοι. Μόλις πιάσουν το στυλό να γράψουν, τους πιάνει μια επισημότητα. Εγώ αντίθετα γράφω όλες τις μέρες της εβδομάδας. Δεν μπορώ δηλαδή να έιμαι μόνο θυμωμένος, μόνο σοβαρός, ή μόνο χαρούμενος. Η ζωή μας κινείται σε τέσσερεις διαθέσεις: από τη μία είναι ο θυμός και η χαρά που σε εκτονώνουν και από την άλλη η λύπη και η ηρεμία, οι οποίες σε κουλάρουν. Έχω γράψει τραγούδια και για τις τέσσερεις διαθέσεις.
Το “Ερωτεύτηκα” και το “Αμπεμπαμπλόμ” είναι δύο από τα πιο χαρούμενα τραγούδια σας…
Το πρώτο ήταν μια μπαρμπουτσάλα, μέσα από την οποία διαπίστωσα ότι μπορώ να τραγουδάω ό,τι γουστάρω από τη στιγμή που διαθέτω αυτοσαρκασμό. Το άλλο το έγραψα σε μια εποχή όταν το ενδιαφέρον μου ήταν εστιασμένο στις γυναίκες. Δεν το παίζω στα live σήμερα –εδώ και δεκαπέντε χρόνια είμαι μονογαμικός και πάω για τίτλο. Ο άντρας, που γεννήθηκε πολυγαμικό ον, πρέπει κάποια στιγμή να κάνει δώρο σε μια γυναίκα τη μονογαμία, να το δηλώνει και να το εννοεί. Αλλά να καταλάβουν και οι γυναίκες τι δώρο είναι αυτό, γιατί πρόκειται για μια απόφαση που πρέπει να πάρει ο άντρας κόντρα στη φύση του.
Σήμερα τι μουσική ακούτε σπίτι;
Ραδιόφωνο, δίσκους παλιούς, κλασική μουσική, κλασικό ροκ… Η μουσική είναι απογειωτική και λίγο θεϊκή. Σου θυμίζει το εν δυνάμει του ανθρώπου, το τι μπορεί να κάνει ο καθένας μας όχι στην καθημερινότητά του, αλλά στην υπέρβασή του. Τα αυτιά μας καλοπερνούν. Τα μάτια μας επίσης. Αφή, δόξα τω θεώ. Γεύση, δεν σου λέω τίποτα. Η μόνη αίσθηση που αδικείται στις μέρες μας είναι η όσφρηση. Οι πόλεις είναι φτιαγμένες έτσι ώστε να κάνουμε τη δουλειά μας, δεν βγαίνει κανείς έξω για τις μυρωδιές…
Πώς σας κάνει να αισθάνεστε το γεγονός ότι τα CD του Σαββόπουλου, που υποθέτω πως αγαπήσατε στα νιάτα σας, δίνονται από μια εφημερίδα;
Κοίταξε, η τέχνη του τραγουδιού ξεκινάει από την ιδέα –πρώτα είναι η ιδέα. Υστερα βρίσκεις τον τρόπο με τον οποίο θα εκφράσεις αυτήν την ιδέα, την παντρεύεις με μια μουσική από έρωτα και όχι από συνοικέσιο. Και στο τέλος έρχεται το mastering, η τελευταία φάση της ηχοληψίας. Ολα αυτά είναι τέχνη. Τα υπόλοιπα υπάγονται στους νόμους του εμπορίου. Ε, λοιπόν, στο εμπόριο δεν έχω ακούσει ποτέ να συμβαίνουν καλλιτεχνικά πράγματα. Το να γράψεις ένα τραγούδι είναι έργο –το να το παρουσιάσεις είναι πάρεργο. Ακόμα και οι συνεργασίες ή οι εμφανίσεις γίνονται με τους κανόνες του εμπορίου.
Μιας και είπατε για εμφανίσεις: στα live σας βλέπω πάντα με ηλεκτρική κιθάρα, πράγμα σπάνιο για καλλιτέχνες της ηλικίας σας. Πώς κι έτσι;
Ναι, έχω μια κόκκινη ηλεκτρική, η οποία έχει έρθει από Αμερική χωρίς θήκη και μάλιστα σε ένα σημείο είναι ραγισμένη! Ανέκαθεν έπαιζα με ηλεκτρική, ακόμα και στα λαϊκά μαγαζιά. Κάποτε πήρα και μια δωδεκάχορδη ακουστική, ήθελε όμως κούρδισμα μετά από κάθε τραγούδι. Πέρασαν καμιά δεκαπενταριά κιθάρες από τα χέρια μου, αλλά μόνο μία ήταν η καλύτερη του κόσμου: μια Gibson Les Paul Custom, την οποία αργότερα πούλησα για να αγοράσω μηχανήματα ηχοληψίας. Μελέτησα έναν μήνα, διάστημα πολύ μεγάλο για ’μένα. Μάλιστα, για να μη βγαίνω έξω τότε, κουρεύτηκα γουλί. Σύντομα όμως συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε περίπτωση να φύγω στο εξωτερικό και πως στην Ελλάδα δεν υπήρχε λόγος να μάθεις να παίζεις άψογα. Λυπάμαι τον καλύτερο κιθαρίστα της Ελλάδας για το πού παίζει αυτήν τη στιγμή. Πραγματικά, πονάει η ψυχή μου όταν σκέφτομαι πόσο απλά και μαζεμένα είναι υποχρεωμένος να παίζει. 
Δεν μου είπατε όμως, εσείς πώς φύγατε από τα μαγαζιά και γίνατε τραγουδοποιός;
Απορώ πώς κράτησε τόσα χρόνια… Με βόλευε γιατί γύριζα την Ελλάδα αλλά κάποια στιγμή χόρτασα και είπα, αφού ασχολούμαι τόσα χρόνια, ας γράψω κι εγώ κάτι. Η ευκαιρία δόθηκε όταν έκανα τη γκαλερί. Άλλα πράγματα ζούσαμε τότε και άλλα ακούγαμε στα τραγούδια. Απορούσα ποιους ανθρώπους εξέφραζαν και έβλεπα κάποια πράγματα να συμβαίνουν στα οποία δεν αναφερόταν κανείς. Κάποια στιγμή άκουσα λοιπόν τον Λουκιανό να λέει «όλοι μου οι φίλοι παντρευτήκανε/γίνανε ρεζίλι γι’ αυτό κρυφτήκανε». Λέω εδώ κάτι συμβαίνει... Υστερα άκουσα τον Γερμανό, είχαν αρχίσει ήδη βέβαια ο Σαββόπουλος, ο Πουλικάκος, ο Σιδηρόπουλος, ο Άσημος… Το ότι σκάσαμε πολλοί καλλιτέχνες μαζί στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έκανε πολλούς να νομίζουν ότι ήμασταν συννενοημένοι. Δεν ήξερε όμως κανένας κανέναν, απλά αισθάνθηκαμε ένα κενό στη μουσική. Τότε λέγανε ότι όλο αυτό θα ξεχαστεί μέσα σε μια πενταετία, αλλά να που κρατάει 30 χρόνια...
Πάντως σπουδάια τραγούδια με ελληνικό στίχο σαν αυτά που γράφονταν τότε σήμερα βγαίνουν ελάχιστα…
Μα όλα όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια ήταν μια φούσκα. Ένα πράγμα χαλαρό, χλιδάτο αλλά και υποτονικό. Είμαι σίγουρος ότι σιγά-σιγά οργανώνονται κάποια θηρία σε γειτονιές, τα οποία θα βγουν και θα πουν τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Εγώ έχω μια κόρη 23 ετών. Καλύτερη νεολαία δεν έχουν δει τα μάτια μου. Μπορεί να σαστίζουν με αυτά που γίνονται, αλλά με τη βοήθεια κάποιων παλαβών σαν τον υποφαινόμενο, θα φτάσουν στο σημείο να εκφράσουν την άποψή τους όσο τους αξίζει.
Νέο άλμπουμ θα βγάλετε;
Έχω αυτόν εδώ τον χώρο που είναι ερασιτεχνικό-επαγγελματικός και δεν μπαίνει κανένας μέσα. Πειραματίζομαι με τον ήχο. Με ενδιαφέρουν οι μεγάλοι χώροι, θέλω δηλαδή να βλέπω τον μουσικό που παίζει δίπλα μου, γιατί εδώ στην Ελλάδα είναι ο ένας πάνω στον άλλον. Τώρα για καινούργια τραγούδια, προσέχω πάρα πολύ, λέω όχι αυτό και όχι εκείνο, για να μη γράψω καμιά μπαρμπουτσάλα. Δεν είμαι σε θέση να κάτσω δυο μήνες και να γράψω δέκα τραγούδια, γιατί θα ακυρωθούν από τα γεγονότα. Είναι λίγο επιθεωρησιακού ύφους αυτά που μου βγαίνουν, ενώ εγώ θέλω κάτι και για χτες και για τώρα και για αύριο.

 (όπως δημοσιεύτηκε στο avopolis.gr - Οκτώβριος 2011)

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Sophie Ellis-Bextor

Η ποπ ντίβα που δεν ξεχάστηκε

Το 2007 η Σόφι Ελις-Μπέξτορ πέρασε την πόρτα του στούντιο με έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό: να ηχογραφήσει δύο νέα τραγούδια και να τα εντάξει ως συμπλήρωμα σε συλλογή με τις μεγαλύτερες επιτυχίες της. Στην πορεία προέκυψε όμως πολύ περισσότερο υλικό από το αναγκαίο και έτσι η τραγουδίστρια άρχισε να ονειρεύεται ένα ακόμα ταξίδι με προορισμό την κορυφή της ηλεκτροπόπ σκηνής. Κάπως έτσι φτάσαμε στο τέταρτο άλμπουμ της Μπέξτορ «Make a Scene», το οποίο βγήκε στην αγορά τον περασμένο Ιούνιο. Πώς έχει πάει μέχρι στιγμής; Στα αυτιά του κριτικού της εφημερίδας The Mirror το αποτέλεσμα ήχησε σαν «ένα εύθυμο και αποτελεσματικό χορευτικό μείγμα, διασκεδαστικό και ειλικρινές». Από την άλλη, το αυστηρό και συχνά σαρκαστικό μουσικό περιοδικό ΝΜΕ χαρακτήρισε τον δίσκο «απόλυτο σκουπίδι». 
Η Μπέξτορ δεν είναι πρωτάρα σε τέτοιου είδους διχογνωμίες. H πολύπλευρη καριέρα της έχει προσελκύσει κατά καιρούς φανατικούς πολέμιους και ένθερμους υποστηρικτές.Αρχισε ως τραγουδίστρια των ανεξάρτητων Theaudience, οι οποίοι στο δεύτερο μισό των ʼ90s περιορίστηκαν σε εναλλακτικά ροκ μονοπάτια χωρίς ιδιαίτερη ανταπόκριση. Στη συνέχεια πρωτοστάτησε στη νεοντίσκο σκηνή ως σόλο τραγουδίστρια, με επιτυχίες όπως το «Murder on the Dancefloor» και με έναν κοφτερό και ψυχρό ηλεκτροπόπ ήχο που παρέπεμπε στα ʼ80s πολύ προτού η αναβίωση εκείνης της δεκαετίας συγκινήσει τους πάντες. Δεν ξεχώρισε όμως μόνο χάρη στις μουσικές επιλογές της. Από κείνη την εποχή η Σόφι Ελις-Mπέξτορ άρχισε να λειτουργεί ως κομψή ντίβα, ως καινούργια Οντρεϊ Χέπμπορν με άψογο ντύσιμο (κυρίως μαύρα φορέματα υψηλής ραπτικής) και έντονο κραγιόν. Ετσι, μολονότι από τότε οι αρένες και τα κλαμπ έγιναν για κείνη φυσικοί χώροι, τα βιντεοκλίπ και οι φωτογραφίσεις της δεν έπαψαν ποτέ να αναδίδουν έναν αέρα βρετανικής αριστοκρατίας.
Φυσικά, από τη στιγμή που πάτησε στα πόδια της καλλιτεχνικά, οι παράλληλες δραστηριότητες και οι διαφημιστικές χρήσεις του ονόματός της δεν άργησαν: η Μπέξτορ έγινε το πρόσωπο της εταιρείας καλλυντικών Rimmel, ποζάρισε για τις ανάγκες της ζωοφιλικής οργάνωσης PETA, πέρασε από οντισιόν για τον ρόλο της Σατίν στο φιλμ του Μπαζ Λούρμαν «Μουλέν Ρουζ» - για να φάει τελικά τη σκόνη της Νικόλ Κίντμαν. Τελικά, μολονότι στα παιδικά της χρόνια ξεκίνησε την πορεία της ως ηθοποιός, με συμμετοχές σε παραστάσεις του πολυβραβευμένου βρετανικού θιάσου W11 Opera, τα τελευταία χρόνια κατάλαβε ότι το τραγούδι τής πάει καλύτερα και δεν ξαναδοκιμάστηκε σοβαρά στην υποκριτική. Αλλωστε οι δίσκοι και τα σινγκλ της δεν έπαψαν ποτέ να εκφράζουν το πνεύμα της σύγχρονης ποπ. Κι αν στη Βρετανία περιορίζεται τελευταία στο να ανοίγει συναυλίες συγκροτημάτων όπως οι Pet Shop Boys και οι Erasure, αυτή η πραγματικότητα μάλλον δεν την ενοχλεί: όπως πάντα, ξεσηκώνει τα πλήθη, μαγνητίζει τα βλέμματα, κερδίζει με το ταμπεραμέντο της ακόμα κι εκείνους που θεωρούν την ντίσκο κάτι παρωχημένο και ανούσιο.
Σήμερα η 32χρονη Μπέξτορ δεν παίζει στην πρώτη κατηγορία της παγκόσμιας χορευτικής ποπ και το ολοκαίνουργιο «Make a Scene» δύσκολα θα ανατρέψει από μόνο του την κατάσταση. Οταν όμως κοπάζει ο παροξυσμός για έναν καλλιτέχνη και παύει η υπερπροβολή του από τα διεθνή ΜΜΕ, αποκαλύπτεται η όποια αυθεντικότητά του. Ετσι η Μπέξτορ απολαμβάνει τώρα την αγάπη μιας μερίδας σταθερών ακροατών που ξέρουν καλά ότι οι ποπ σταρ μετά τα 30 δεν ξεθωριάζουν αλλά ωριμάζουν. Από την άλλη, μολονότι παντρεμένη με τον μπασίστα του γκρουπ The Feeling και μητέρα δύο παιδιών, ετοιμάζει ένα ακόμα νέο άλμπουμ για την επόμενη χρονιά, με τη βεβαιότητα ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε μόνο καλύτερα. 

(όπως δημοσιεύτηκε στο gynaikamag.gr - Αύγουστος 2011)


Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Aνακοίνωση


Με ρωτάτε ορισμένοι γιατί δεν γράφω πια στο blog μου. Οταν έγραφα και δεν τα διάβαζε κανείς ήταν καλύτερα; Καλό Αύγουστο και να πάτε διακοπές οπωσδήποτε, γιατί τις χρειάζεστε!

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Συνέντευξη No Age

To να αναζητάς μια indie rock μπάντα που θα σου αλλάξει τη ζωή εν έτει 2011 είναι σαν να ψάχνεις συμβατικά T-shirts στη ντουλάπα της Lady Gaga. Παρ’ όλ’ αυτά, η θορυβώδης ποπ των No Age σιγά-σιγά λαμβάνει την αναγνώριση που της αξίζει. Σε κάποιο διάλειμμα από την τρέχουσα ευρωπαϊκή τους περιοδεία, ο κιθαρίστας του γκρουπ Randy Randall απάντησε λακωνικά στις ερωτήσεις μας, λίγες μέρες πριν την επίσκεψή τους στα μέρη μας.
 Θυμάστε την πρώτη συναυλία που δώσατε;
Ναι, ήταν στο New Image Art, μια γκαλερί στο Λος Άντζελες. Παίξαμε μόνο δύο τραγούδια!
Υπήρξε κάποιος δισταγμός όσον αφορά στη δημιουργία ενός γκρουπ με δύο άτομα; Επηρεαστήκατε ίσως από την επιτυχία που είχαν οι White Stripes;
Είμαι τεράστιος φαν των White Stripes! Συλλέγω όλες τους τις κυκλοφορίες και θα θυσιαζόμουνα άνετα στον βωμό του Jack White. Πλάκα κάνω… Ποτέ δεν σκέφτηκα τους White Stripes. Ίσως επηρεάστηκα λίγο από τους Lightning Bolt και τους Pink & Brown. Οι White Stripes παίζουν μπλουζ στο στυλ των Led Zeppelin, ενώ εμείς παίζουμε πανκ στο στυλ των Black Flag. Οι Daft Punk ήταν επίσης δύο άτομα, αλλά δεν παίζουμε την ίδια μουσική. Το ίδιο ισχύει και για τους Hall & Oates. Με πιάνεις; (σ.σ.: κάπου εδώ, η ειρωνεία τελειώνει)
To περσινό σας άλμπουμ Everything In Between ήταν πιο προσβάσιμο σε σχέση με τα δύο προηγούμενα. Εστιάσετε περισσότερο στη δημιουργία τραγουδιών πριν μπείτε στο στούντιο;
Αφιερώσαμε πράγματι περισσότερο χρόνο στο γράψιμο τραγουδιών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχαμε την πρόθεση να κάνουμε κάτι πιο προσβάσιμο. Το σίγουρο είναι ότι επιδιώξαμε έναν πιο σφιχτό ήχο. Ήταν μια περίοδος δοκιμασίας κατά κάποιον τρόπο, μέσα από την οποία βρήκαμε τη δύναμή μας.
Στο MySpace σας γράφετε πως η μουσική σας δεν μοιάζει με τίποτα. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι κάνετε κάτι μοναδικό;
Το ελπίζω...
Όλα σας τα άλμπουμ έχουν πάρει θετικές και συχνά ενθουσιώδεις κριτικές. Παίρνετε ενθάρρυνση από αυτό;
Μπα, όχι... Δηλαδή είναι cool να βλέπεις καλές κριτικές, αλλά εμείς προσπαθούμε να φτιάχνουμε πράγματα που μας αρέσουν, χωρίς να πέφτουμε στην παγίδα να ικανοποιήσουμε κάποιον.
Ένα τραγούδι που προσωπικά ξεχώρισα από το Everything In Between είναι το “Common Heat”. Πώς το γράψατε και τι σημαίνει για εσάς;
Το “Common Heat” γράφτηκε πολύ γρήγορα. Μας βγήκε αυθόρμητα στο στούντιο. Είχα στο μυαλό μου ένα κιθαριστικό μοτίβο, το έπαιξα στον Dean κι αυτός αμέσως το έκανε τραγούδι.
Η επίσκεψή σας στην Ελλάδα είναι μέρος μιας μεγάλης ευρωπαϊκής περιοδείας;
Ναι, γυρίζουμε την Ευρώπη για έναν μήνα, ξεκινώντας από την Ισπανία με τελευταίο προορισμό την Τουρκία.
Κάποτε δώσατε μια συναυλία σε ένα εστιατόριο της Αιθιοπίας. Υπάρχει κάποιο άλλο τρελό μέρος στο οποίο θα θέλατε να παίξετε;
Θέλω να κάνω μια περιοδεία στην οποία κάθε φορά θα χτίζουμε μόνοι μας το μέρος όπου θα παίζουμε. Σαν ένα ρέιβ πάρτι στο οποίο θα μπορούμε να σχεδιάζουμε ολόκληρο το κτίριο και το ηχοσύστημα, δημιουργώντας έτσι μια τρομερή εμπειρία. Είναι ένα όνειρο...

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Jessie J


Η βρετανική απάντηση στη Lady Gaga

Είναι μόλις 23 χρόνων, αλλά έχει ήδη περάσει ένα ελαφρύ... εγκεφαλικό. Επιπλέον, έχει στο ενεργητικό της στίχους για μεγάλους σταρ και πρόσφατα κέρδισε ένα Brit Award για την πρώτη δισκογραφική δουλειά της!

Ολα άρχισαν πριν από λίγους μήνες. Μετά από πολύ ψάξιμο η Βρετανία φάνηκε επιτέλους να βρίσκει μια απάντηση στη Lady Gaga, χάρη σε ένα 22χρονο κορίτσι. Κατ' αρχάς, πέρα από δυο-τρία καλά τραγούδια, η Jessie J παρουσίασε μπόλικα στοιχεία για να διαφοροποιηθεί από τις συμβατικές ποπ σταρ: τo κατάμαυρο καρέ μαλλί με τις αφέλειες, η παραδοχή της αμφιφυλοφιλίας και η τάση της να μεγαλοποιεί μια διαφορετική πτυχή του παρελθόντος της σε κάθε συνέντευξη ήταν λόγοι επαρκείς για να μην περάσει απαρατήρητη. Τελικά το ντεμπούτο άλμπουμ της «Who Υou Αre» -το οποίο κυκλοφόρησε στα τέλη Φεβρουαρίου- τερμάτισε την πορεία του στη δεύτερη θέση των βρετανικών τσαρτ. Τα δε σινγκλ της Jessie J «Do It Like a Dude» και «Price Tag» αντιμετωπίστηκαν νωρίτερα ως τραγούδια με σοφή αναλογία R&B μαγκιάς και ποπ αμεσότητας κι έτσι έγιναν τεράστιες επιτυχίες στη χώρα της.
    Η Τζέσικα Κόρνις, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, δεν είναι καινούργια στη δουλειά. Από τα 11 της χρόνια συμμετείχε σε μιούζικαλ, αργότερα σχημάτισε το γκρουπ Soul Deep με τις φίλες της και το 2008 έκανε φωνητικά στη βρετανική περιοδεία της Σίντι Λόπερ. Επίσης, έχει γράψει στίχους για ποπ ονόματα όπως η Ριάνα, ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ και η Αλίσια Κις. Δεν θα την έλεγες πάντως τυχερή. Αφενός, ετοίμασε τo πρώτο της άλμπουμ πριν από πέντε χρόνια, αλλά η εταιρεία που επρόκειτο να το εκδώσει φαλίρισε. Αφετέρου, ποτέ δεν έπαψε να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας: ήδη από τα παιδικά της χρόνια η καρδιά της χτυπούσε με άτακτο ρυθμό και στα 18 υπέστη ένα ελαφρύ εγκεφαλικό. Αποτέλεσμα; Μέχρι σήμερα λέει όχι στο ποτό, στο τσιγάρο και σε κάθε είδους βλαβερή ουσία.
    Αφού κατάφερε να υπερπηδήσει όλα αυτά τα εμπόδια, τώρα η Jessie J χαίρεται την επιτυχία της και συστήνεται στο ευρύ κοινό ως pop icon με γερά πατήματα στη γη. To Brit Award που απέσπασε στις αρχές του χρόνου επιβεβαίωσε την επιτυχία στη γενέτειρά της και τώρα επόμενος στόχος της καλλιτέχνιδος, στην παράδοση των Μπιτλς, είναι η κατάκτηση της Αμερικής. Ποιος ξέρει... Την ώρα που η Lady Gaga θα προβάρει το νέο σοκαριστικό συνολάκι της, η Jessie J μπορεί να φιγουράρει στις λίστες επιτυχιών όλου του πλανήτη με ένα τραγούδι που θα της ανοίγει τον δρόμο για τον βασιλικό θρόνο της ποπ.


(όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γυναίκα - Απρίλιος 2011)

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Aν γουστάρεις παχουλές...

Μπες και δες: http://www.gynaikamag.gr/4dcgi/_w_articles_womdeco_1_31/03/2011_385534

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Συνέντευξη Ημισκούμπρια


 Είναι μία από τις ελάχιστες φωνές του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού που κάνει σάτιρα με φρεσκάδα και με εύστοχη ματιά. Ο χρόνος όμως δεν μετέτρεψε τα Ημισκούμπρια σε αναγνωρισμένους καλλιτέχνες, αλλά σε cult φιγούρες των 1990s –ίσως λόγω της υπερπροβολής που δέχτηκαν στο ξεκίνημά τους. Κατά συνέπεια, μια συνέντευξη μαζί τους, με αφορμή το live τους στο PassPort αυτό το Σάββατο, στις 2 Απριλίου, υπήρξε πρόκληση. Τους συνάντησα στο στούντιό τους στη Νέα Φιλαδέλφεια, τρεις τελείως διαφορετικούς ανθρώπους: ο Δημήτρης Μεντζέλος είχε στ’ αλήθεια όρεξη να μιλήσει και, όπως θα διαπιστώσετε, είχε και πολλά ενδιαφέροντα να πει. Ο Μιθριδάτης, μολονότι παρών, θέλησε να απέχει από τη συνέντευξη όντας αντίθετος στον επικριτικό τόνο κάποιων ερωτήσεων –τουλάχιστον όπως αυτές εστάλησαν γραπτά λίγες μέρες πριν τη συνάντηση. Τέλος, ο Πρύτανης, υιοθετώντας μια πιο ουδέτερη στάση, συμμετείχε κατά διαστήματα…

Σε τι φάση σας πετυχαίνω;
Δημήτρης Μεντζέλος:  Στη φάση που βρίσκονται όλοι οι μουσικοί στην Ελλάδα. Κάνουμε όλοι μια προσπάθεια να κρατήσουμε τη μουσική ζωντανή, μια και οι δισκογραφικές δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για νέες δουλειές.

Πρυτάνης: Και για δουλειές που δείχνουν ενδιαφέρον, απλά τις χρηματοδοτούν, τις κυκλοφορούν και τελειώνει εκεί το θέμα.

Δ.Μ.: Το μοναδικό πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να φτιάχνεις κομμάτια και να τα βάζεις στο internet, είτε free, είτε στο i-tunes με αντάλλαγμα λίγα cents. Ελάχιστοι άνθρωποι πλέον ζουν αποκλειστικά από τη μουσική αν δεν τραγουδούν στα μπουζούκια. Εμείς τα καταφέρνουμε μέχρι στιγμής, γιατί κάνουμε live και γεμίζουμε ακόμα μαγαζιά μετά από δεκαπέντε χρόνια.

Πέρυσι κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ ο Μιθριδάτης (Αιρετικά Ερωτικός) και φέτος ο Δημήτρης Μεντζέλος (Ο Ράπερ της Χρονιάς). Γιατί δεν συγκεντρώσατε το υλικό για κοινό άλμπουμ;

Δ.Μ.: Eίναι κάτι το οποίο συνηθίζεται στη μουσική που ακούμε. Αφού είχαμε στο ενεργητικό μας εφτά δίσκους Ημισκουμπρίων πετυχημένους, αποφασίσαμε να κάνει ο καθένας το κέφι του. Γιατί όταν δεν πουλάνε οι δίσκοι απλά κάνεις το κέφι σου. Αρκετός κόσμος θεώρησε πως τα Ημισκούμπρια διαλύθηκαν αλλά δεν είναι έτσι. Και στους δίσκους μας με το γκρουπ είχαμε σόλο κομμάτια, απλά αυτή τη φορά κάναμε κάτι ολοκληρωμένο. Μέχρι στιγμής έχουμε καλά vibes, που λένε και οι νέοι.

Πίσω στο ’95 που ξεκινούσατε ποια hip hop γκρουπ είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή σε εσάς;

Δ.Μ.: Πατήσαμε στο στυλ των Beastie Βoys, των Black Sheep, των De La Soul και πολλών άλλων εναλλακτικών αμερικάνικων συγκροτημάτων και ύστερα προσπαθήσαμε αυτό να το συνδέσουμε με την καθημερινότητά μας. Γράφαμε για τις σχέσεις μας, αυτά που συνέβαιναν γύρω μας και οτιδήποτε μας κατέβαινε στο κεφάλι.

Πάντως στιχουργικά είστε ένα σατιρικό γκρουπ, οπότε μια σαφής επιρροή είναι αυτή του Τζίμη Πανούση…
Δ.Μ.: Σωστά. Αλλά όχι μόνο ο Πανούσης, αλλά κι άλλοι ροκάδες της δεκαετίας του ’80 όπως ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Γιάννης Μηλιώκας, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης… Όλη αυτή η παρέα εκείνης της εποχής έφερε κάτι καινούριο στην Ελλάδα.

Πρύτανης: Στιχουργικά δεν νομίζω πως υπήρξε κάποια φοβερή επιρροή από αυτή τη σχολή.

Δ.Μ.: Ναι, ίσως όχι ως προς τον τρόπο που έγραφαν, αλλά ως προς τη σάτιρα που έκαναν μέσα από το ροκ. Απέδειξαν πως δεν χρειάζεται να είσαι ένας σαχλός κωμικός για να κάνεις σάτιρα. Το έκαναν με έναν τρόπο προχωρημένο και ιδιαίτερο. Πάντως και στα blues και τα soul, ή στο ρεμπέτικο για να κάνουμε μια αντιστοιχία με την Ελλάδα, ο στίχος που ακούγαμε ήταν ιδιαίτερος. Μιλούσε για την καθημερινότητα, είτε ήταν σκληρή είτε πλακατζίδικη. Ξαφνικά λοιπόν εμείς τη δεκαετία του ’90 βρεθήκαμε μέσα σε έναν κυκεώνα κομματιών που έλεγαν «αγάπη μου που έχεις φύγει» ή «αγάπη μου πάμε στ’ αστέρια», τα σκυλάδικα δηλαδή. Και από την άλλη τα έντεχνα, όπου οι στίχοι δεν ήταν καλύτεροι, εκτός από κάτι σκληροπυρηνικούς που γράφανε στίχο σοβαρό όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Ε, εμείς τότε επηρεαστήκαμε από τους παλιούς και θέλαμε να γράψουμε πρωτότυπους στίχους. Ο Ζαμπέτας έγραφε άλλα πράγματα, μίλαγε για το σαραβαλάκι του.

Πολύς κόσμος είδε από τότε τα Ημισκούμπρια σαν ένα γκρουπ με στόχο το χαβαλέ, χωρίς κανένα βάθος. Σας χαρακτήρισαν μάλιστα, ατυχώς ίσως, «χαβαλέ hop». Αισθανθήκατε ποτέ πως αυτό διαστρέβλωνε την εικόνα σας και το μήνυμα που θέλατε να στείλετε;
Δ.Μ.: Δεν μας ανησύχησαν ιδιαίτερα αυτά. «Χαβαλέ hop» μας χαρακτήρισαν λίγοι άνθρωποι. Το παράξενο είναι ότι ήταν προοδευτικοί, ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν και παρ’ ολ’ αυτά αποδείχτηκαν πιο χούντα κι από τη χούντα. Κάθε καλλιτέχνης, ειδικά στο hip hop που είναι ελεύθερη μουσική, έχει το δικαίωμα της προσωπικής του έκφρασης.

Πρύτανης: Πολλοί έχουν παρεξηγηθεί για το στυλ που έχουν επιφανειακά. Τον Πανούση τον βλέπει κάποιος και τον θεωρεί αλήτη. Αν κάτσεις και ακούσεις αυτά που λέει τον προσκυνάς τον άνθρωπο. Αλλά και χάλια στίχους να γράφεις, το θέμα είναι πως όταν ο κόσμος διασκεδάζει τότε γιατί να το κατακρίνουμε.

Δ.Μ.: Ακριβώς. Εμείς γράφουμε τα τραγούδια μας και χαρακτηρίζουμε τους εαυτούς μας διασκεδαστές. Αν κάποιος αντιληφθεί πως στα κομμάτια μας υπάρχει και κάτι βαθύτερο, που υπάρχει, τόσο το καλύτερο. Ως επί το πλείστον, αυτό που ακούμε χρόνια τώρα είναι «εγώ δεν ακούω hip hop, αλλά ακούω Ημισκούμπρια». Αυτό δεν μας χαλάει, γιατί θεωρούμε πως είμαστε το εναλλακτικό του εναλλακτικού.

Πρύτανης: Nα κάνω μια παρομοίωση. Τη δεκαετία του ’80 στην Ελλάδα κανείς δεν άκουγε country. όλοι όμως άκουγαν Κηλαηδόνη. Επίσης, τη δεκαετία του ’80 πολλοί άκουγαν Χάρρυ Κλυνν, λίγοι όμως τον καταλάβαιναν. Και αυτά που έλεγε ισχύουν και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά. Επιφανειακά ήταν κάτι αστείο αλλά από κάτω έκρυβε πολύ πράμα. Αυτό έχει συμβεί πολλές φορές και συμβαίνει και με ‘μας.

Έχετε πέντε χρόνια να βγάλετε δίσκο. Στο Passport γιατί να έρθει κάποιος να σας δει ξανά;
Δ.Μ.: Για τον ίδιο λόγο που πηγαίνουν στον Πανούση ενώ έχει να βγάλει είκοσι χρόνια δίσκο. Αλλά πέρα από τα παλιά μας κομμάτια που τα θέλει ο κόσμος, παίζουμε και νέα κομμάτια από τα δύο σόλο άλμπουμ μας. Επίσης, πρόσφατα κυκλοφορήσαμε δύο νέα κομμάτια στο i-Τunes, που είναι το «Πώς να σου το πω», με θέμα την οικονομική κρίση και το «Μια ιθαγενή» που ουσιαστικά είναι η συνέχεια του πρώτου και λέει πως θέλουμε να τα μαζέψουμε και να πάμε στο Περού, καλύτερα με τους ιθαγενείς της ζούγκλας παρά στη ζούγκλα της πόλης. Πάντως πρέπει να σου πω πως ο κόσμος στην Αθήνα δεν μας έχει χορτάσει. Δεν παίζουμε συχνά.

Έχετε σταθερούς φαν σήμερα; Υπάρχουν πρόσωπα που βλέπετε σε κάθε live σας;
Δ.Μ.: Ναι, υπάρχει κόσμος που ακούει δεκαπέντε χρόνια Ημισκούμπρια, ξεκίνησαν από έντεκα, δώδεκα χρονών και έχουν μεγαλώσει μαζί μας. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι και φίλοι μας πλέον, δεν είναι οπαδοί. Τώρα με το facebook ανταλλάζουμε και απόψεις.

Μεταξύ σας οι τρεις του γκρουπ κάνετε στενή παρέα;

Δ.Μ.: Όσο μπορούμε ναι. Εγώ και ο Πρύτανης είμαστε παντρεμένοι και έχουμε και από ένα παιδί ο καθένας, οπότε εκ των πραγμάτων τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Συνήθως όταν φεύγουμε από τη βάση μας και πάμε στην επαρχία περνάμε πολύ καλά. Κάνουμε ένα ταξιδάκι, οργανώνουμε κάποια πράγματα και βέβαια παίζουμε μαζί live- το ωραιότερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας μουσικός.

Να φύγουμε λίγο από το γκρουπ. Σύντομα θα δούμε στη Eurovision ένα ελληνικό κομμάτι με στοιχεία hip hop. Πώς σας φάνηκε η προσπάθεια του Stereo Mike;
Δ.Μ.: Το hip hop, είτε με μέσα που μας βρίσκουν σύμφωνους είτε όχι, έχει γίνει πια τεράστια μόδα στην Ελλάδα, οπότε το περιμέναμε πως θα συνέβαινε και αυτό. Δεν είναι ακριβώς hip hop το κομμάτι. Είναι τσιφτετελο-ζειμπέκικο-κάτι. Απλώς έχει ένα rap σημείο ο καλός μας φίλος ο Stereo Mike. Πάντως είναι πολύ σημαντικό για ‘μας που μια κρατική οργάνωση αποφάσισε να στείλει στη Eurovision ένα hip-hop καλλιτέχνη. Είναι νίκη. Άσχετα αν το κομμάτι θα το φτιάχναμε αλλιώς εμείς απ’ ότι αυτοί που το φτιάξανε.

Ο Εminem έκανε πέρυσι ένα μεγάλο hit με τη Rihanna (“Love the way you lie”). Έχετε κάνεις κι εσείς πολλές επιτυχημένες συνεργασίες στο παρελθόν. Σήμερα με ποιον καλλιτέχνη θα θέλατε να συνεργαστείτε;
Δ.Μ.: Κατ’ αρχήν να σου πω για τον Eminem. Είμαστε μεγάλοι του φαν γιατί γράφει εξαιρετικούς στίχους και σαν rapper τεχνικά είναι πολύ καλός. Απλά θεωρώ πως οι δύο τελευταίοι δίσκοι του δεν είναι καλοί. Και μιλάς σε ένα φαν που έχει τα πάντα, από ειδικές εκδόσεις μέχρι όλα τα singles. Ειδικά το συγκεκριμένο κομμάτι του Eminem που ανέφερες το θεωρώ μεγάλη μάπα. Ήταν ένας απελπισμένος τρόπος να μπει στα clubs. Tώρα όσον αφορά εμάς, θεωρώ πως η διαφορά μας με άλλους έλληνες rappers είναι ότι γράφουμε καλύτερο στίχο και δεν διαλέγουμε έναν τραγουδιστή που γνωρίζει επιτυχία αλλά έναν που αρέσει σε εμάς. Όταν κάναμε το «Στη Ντισκοτέκ» με την Ελπίδα, εκείνη είχε κάποια χρόνια να βγάλει δίσκο. Κι όμως κάναμε μαζί της ένα κομμάτι της δεκαετίας του ’70 του Τουρνά και το κάναμε επιτυχία. Θα μπορούσαμε να είχαμε διαλέξει τη Γαρμπή π.χ., που ήταν τότε hot.

Πώς σας έκατσε η ιδέα να διασκευάσετε τη «Ντισκοτέκ»;
Δ.Μ.: Έχουμε μια αγάπη στη δεκαετία του ’80, στη disco και σ’ όλ’ αυτά τα πράγματα, οπότε θέλαμε να φτιάξουμε ένα κομμάτι που να μιλάει για όλα αυτά. Μετά από πολύ ψάξιμο λοιπόν, γιατί στην Ελλάδα υπάρχουν και πολλά σαχλά disco κομμάτια (ακόμα και η Μαρινέλλα έχει τραγουδήσει disco με το «Και καλύτερα»), βρήκαμε ένα τραγούδι που ταίριαζε με αυτά που θέλαμε να πούμε. Η Ελπίδα ήρθε στο στούντιο λίγο μαγκωμένη. Ήταν φαν μας τα παιδιά της και της είπαν να το κάνει. Το τόλμησε και τελικά αυτό το κομμάτι συνεχίζει να ακούγεται μέχρι σήμερα, δεκατέσσερα χρόνια μετά.

Τη διασκευή του Δεληβοριά την ακούσατε;
Δ.Μ.: Ναι και χαρήκαμε πολύ. Το έλεγε στα live του. Είμαστε φίλοι με τον Φοίβο, είμαστε κοντά ηλικιακά και έχουμε ρίξει μαζί πολλά γέλια μαζί. Όταν του είχαμε προτείνει να πούμε μαζί ένα κομμάτι, ήρθε το επόμενο λεπτό και μάλιστα δέχτηκε να ραπάρει, χωρίς να φοβηθεί μη τυχόν τσαλακώσει το προφίλ του. Ήταν το “Je Suis Bossu”. Όποτε του λέμε ότι είναι έντεχνος, μας λέει μην το ξαναπείτε αυτό, τίποτα δεν είμαι, κάνω μουσική. Αυτό λέμε κι εμείς. Θα θέλαμε κάποια στιγμή στο μέλλον να ξανακάναμε κάτι αντίστοιχο με τον Φοίβο, τον αγαπάμε πολύ.

Μιλήσαμε πριν για τον Eminem. Για πείτε μου τη γνώμη σας για το δίδυμο Jay-Z και Kanye West…

Πρύτανης: Ο Jay-Z έχει κάνει απίστευτα πράγματα. Άλλωστε εμπορικά είναι no2 στον πλανήτη μετά τους Beatles και ζει ο άνθρωπος ακόμα.

Δ.Μ.: Εγώ δεν είμαι φαν του Jay-Z. Ίσως επειδή είμαι πιο μεγάλος σε ηλικία και είμαι ακόμα κολλημένος στους παλιούς. Οι παραγωγές του είναι υπερμοντέρνες για τα γούστα μου.

Πρύτανης: Ο Kanye West για ‘μένα είναι πολύ τέχνη, λίγο παραπάνω απ’ ότι μπορώ ν’αντέξω. Αλλά τον προσκυνώ, οι μουσικές του και τα video είναι καταπληκτικά.

Δ.Μ.: Ούτε και ο Kanye West μ’αρέσει σαν rapper. O Πρύτανης φτιάχνει και μουσική οπότε τα βλέπει αλλιώς. Εγώ προτιμώ τους παλιούς που συνεχίζουν μέχρι σήμερα, όπως ο LL Cool J, ο Ice Cube… Δεν μπορείς να ξεχάσεις τους ανθρώπους που σε μεγαλώσανε. Αλλά δεν είμαι κολλημένος, ακούω και καινούρια μουσική. Τώρα τελευταία μου την έχει βαρέσει και ακούω heavy metal. Πηγαίνω σε όλες τις συναυλίες των μεταλλάδων που έρχονται στην Ελλάδα και διαπιστώνω πως το κοινό είναι πολύ καλύτερο από αυτό του hip hop.

Πρύτανης: Eίναι εκπαιδευμένοι οι έλληνες μεταλλάδες. Έχουν τρόπο, αντιδρούν σωστά.

Όπως όλα σχεδόν τα μουσικά είδη έτσι και το hip hop συνοδεύεται από έναν ενδυματολογικό κώδικα. Σκεφτήκατε ποτέ να πάτε κόντρα σ’ αυτό;
Δ.Μ.: Δεν υπάρχει αυστηρός κώδικας γιατί αλλάζει με τα χρόνια. Τα φαρδιά παντελόνια έχουν σχέση με τις φυλακές. Τους έπαιρναν τις ζώνες για να μην κρεμαστούν και το παντελόνι έπεφτε. Σήμερα στο hip hop είναι της μόδας τα καπέλα με τον flat γείσο, ενώ παλιά τον σπάγαμε για να είναι στρογγυλός. Πρέπει να φοράς αυτό που σου πάει. Εγώ επειδή είμαι πιο κοντός από τους άλλους, όταν φοράω καπέλο με πλατύ γείσο, αισθάνομαι πως είμαι ένα καπέλο που κυκλοφορεί μόνο του (γέλια). Από εκεί και ‘πέρα ένας καλλιτέχνης που ανεβαίνει στη σκηνή είναι λογικό να έχει τα αξεσουάρ του. Πρέπει να είσαι όμορφος και εντυπωσιακός.

Όταν φεύγεις από τη σκηνή;
Δ.Μ.: Αναλόγως. Τα Ημισκούμπρια δεν ακολούθησαν ποτέ τους κώδικες του hip-hop ντυσίματος. Αν θέλουμε να βγούμε με μια μπλούζα Anthrax, βγαίνουμε. Κάποια ρούχα τα φοράμε στην καθημερινότητά μας, δεν τα βάζουμε για να βγούμε φωτογραφία.

Πρύτανης: Α εγώ νόμιζα πως θα βγούμε φωτογραφία σήμερα, γι’ αυτό ντύθηκα έτσι (γέλια).

Ας γυρίσουμε στη μουσική. Ποιο είναι το καλύτερο τραγούδι των Ημισκουμπρίων;
Δ.Μ.: Eίναι όλα τους παιδιά μας, που λένε. Για ‘μένα είναι το “Je Suis Bossu” που ανέφερα πριν. Ήταν ωραία ιδέα, έχει και τη λούπα του Σπανού που μας έδωσε αμέσως την άδεια, ενώ βλέπεις κάτι καινούριους που είναι ξινοί. Kαι έχει και ωραίο videoclip.

Πρύτανης: Εμένα μου αρέσει πολύ το beat που είχαμε φτιάξει για το «Αθήνα-Σαλονίκη με μια παπουτσοθήκη», στον τρίτο μας δίσκο. Το ‘χα λατρέψει.

Ένα άλλο κομμάτι σας, το «Νωρίς», περιγράφει το βίο και τις σκέψεις του σύγχρονου Έλληνα. Αν το γράφατε σήμερα, δώδεκα χρόνια μετά, τι θα προσθέτατε;

Δ.Μ.: Λίγα πράγματα. Βλέπουμε νέα πρόσωπα, νέα μέσα, αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Δηλαδή μπορεί σε μερικά χρόνια να έχουμε μικρά διαστημόπλοια να μας πηγαίνουν στη δουλειά μας αλλά ο Έλληνας θα είναι ίδιος. Μέσα στο διαστημόπλοιο θα θέλει να ανάψει τσιγάρο…
 
(όπως δημοσιεύτηκε στο avopolis.gr - Μάρτιος 2011)

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

P J Harvey - Μια τραγουδοποιός σε αποστολή

 Η διάσημη ροκ μουσικός ετοιμάζεται να ταξιδέψει σε χώρες της Μέσης Ανατολής ως πολεμική ανταποκρίτρια

Του Βύρωνα Κριτζά

Το ερώτημα αν η μουσική μπορεί να αλλάξει τον κόσμο δεν έχει απαντηθεί ακόμη. Ολοι όμως συμφωνούν ότι μπορεί να τον περιγράψει. Αυτό αποδεικνύεται και από την επικείμενη αποστολή της Πι Τζέι Χάρβεϊ: έπειτα από ανάθεση του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου, η διάσημη Αγγλίδα μουσικός θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει ως πολεμική ανταποκρίτρια σε εμπόλεμες ζώνες όπου αναπτύσσει δράση ο βρετανικός στρατός. Αφορμή υπήρξε το καινούργιο της άλμπουμ «Let England Shake», το οποίο περιέχει 12 τραγούδια που καυτηριάζουν τη σημερινή θέση της Αγγλίας στο παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Oπως αποκάλυψε η ίδια, δεν είχε δοκιμαστεί έως τώρα σε θέματα που απασχολούν τον κόσμο, διότι ήθελε να πράξει κάτι τέτοιο με την απαιτούμενη ωριμότητα. Να λοιπόν που ήρθε η ώρα.

Τα παρεπόμενα ενός άλμπουμ
Σε πρώτη φάση έγραψε τα νέα τραγούδια της σε μορφή πεζών και ποιημάτων. Διάβασε blogs γυναικών από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, συζήτησε με πληγέντες πολέμου και άντλησε πληροφορίες από ντοκιμαντέρ και βιβλία. Προσπάθησε επίσης να αποφύγει το κήρυγμα και τη διατύπωση αμφίβολων λύσεων για τα προβλήματα του κόσμου. Ετσι τα καινούργια της κομμάτια θυμίζουν μικρά ρεπορτάζ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι «Τhe Words that Maketh Murder», το οποίο περιγράφει τις ανατριχιαστικές αναμνήσεις ενός φαντάρου ως εξής: «Στρατιώτες έπεφταν σαν κομμάτια κρέας/ανατιναγμένοι και πυροβολημένοι/χέρια και πόδια κρέμονταν από τα δέντρα». Γιατί όμως ένα μουσείο αποφάσισε να μετατρέψει μια τραγουδοποιό σε ανταποκρίτρια; Η πρώτη κίνηση έγινε από την ίδια τη Χάρβεϊ. Σε ραδιοφωνική συνέντευξή της εξέφρασε την επιθυμία της να επισκεφτεί ένα πεδίο μάχης της Μέσης Ανατολής και να γράψει τραγούδια σαν πολεμική ανταποκρίτρια, τραγούδια στο όριο της ντοκιμαντερίστικης καταγραφής. «Νιώθω όλο και μεγαλύτερη λαχτάρα να δουλέψω μ' αυτόν τον τρόπο. Να πάω ακόμη και χωρίς επίσημη ανάθεση», είπε. Τα λόγια της έφτασαν τελικά στα αυτιά του Ρότζερ Τόλσον, του διευθυντή συλλογών του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου. Μάλιστα βρήκε την ιδέα της Χάρβεϊ ενδιαφέρουσα και δήλωσε: «Διαθέτουμε έργα όπου χρησιμοποιείται ήχος, όπως αυτά της Σούζαν Φίλιπς, η οποία κέρδισε πέρυσι το βραβείο Τέρνερ. Ποτέ όμως δεν στείλαμε έναν καλλιτέχνη σε εμπόλεμη ζώνη».


20 χρόνια στις επάλξεις
Φέτος συμπληρώνεται μια εικοσαετία από τότε που η Χάρβεϊ έβγαλε στην αγορά το πρώτο της single «Dress»: τότε η καλλιτέχνις από το Ντόρσετ της Αγγλίας συστήθηκε στο ευρύ κοινό ως ροκ τραγουδοποιός που βάδιζε στα χνάρια της Πάτι Σμιθ. Επιπλέον, η εκκεντρικότητά της έγινε αντιληπτή από νωρίς: χωρίς να είναι ιδιαίτερα όμορφη, εμφανιζόταν με προκλητικό ντύσιμο στη σκηνή (κατά καιρούς αρκέστηκε σε μια μίνι φούστα και ένα σουτιέν), ενώ για το οπισθόφυλλο του πρώτου άλμπουμ της «Dry» επέλεξε να φωτογραφηθεί γυμνόστηθη. Το μεγαλύτερο βάρος, ωστόσο, το έριχνε πάντα στην τέχνη της. Ετσι, μέχρι σήμερα έχει ηχογραφήσει οκτώ δίσκους που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους και τώρα θεωρείται μία από τις πιο ταλαντούχες και συνειδητοποιημένες τραγουδοποιούς της γενιάς της. Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες της δεν εκτονώνονται πάντως μόνο στη μουσική: το 1998 η Χάρβεϊ εμφανίστηκε ως μοντέρνα εκδοχή της Μαρίας Μαγδαληνής στην ταινία «The Book of Life» και πρόσφατα σχεδίασε φίγουρες για το λογοτεχνικό περιοδικό Zoetrope του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Κατά τ' άλλα, στο άμεσο μέλλον θα προωθήσει τον νέο δίσκο της με περιοδεία, η οποία μάλλον θα κάνει και μια στάση στη χώρα μας...

(οπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γυναίκα - Μάρτιος 2011)

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Patti Smith - "Just Kids"

 
(όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γυναίκα - Φεβρουάριος 2011)
 
Είναι μία από τις ελάχιστες γυναίκες ροκ σταρ. Υπήρξε πρωτεργάτρια της νεοϋορκέζικης πανκ σκηνής, επηρέασε πλήθος από μουσικούς και κατέληξε εξέχουσα φιγούρα της σύγχρονης δυτικής κουλτούρας. Κι όμως, στο αυτοβιογραφικό «Just Κids» η Πάτι Σμιθ επέλεξε να περιγράψει τα πρώτα χρόνια της στη Νέα Υόρκη, το διάστημα κατά το οποίο ήταν ερωτευμένη με την τέχνη και παράλληλα με τον «καλλιτέχνη της ζωής της». Στο κέντρο του βιβλίου βρίσκεται λοιπόν η σχέση της με τον φωτογράφο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ:  η σχέση δύο παιδιών γαλουχημένων με την μπιτ φιλοσοφία και διψασμένων για δημιουργία, που βρέθηκαν να φυτοζωούν στη Νέα Υόρκη και τελικά κατάφεραν να ξεχωρίσουν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2010 και στο τέλος της χρονιάς χάρισε στη Σμιθ το τεράστιου κύρους βραβείο National Book Award.

Από το κατηχητικό στο άγνωστο
Ο πιο γνωστός στίχος της Πάτι Σμιθ λέει: «Ο Ιησούς πέθανε για τις αμαρτίες κάποιου, αλλά όχι για τις δικές μου». Αυτά δε τα λόγια προέρχονται από ένα κορίτσι που προσευχόταν καθημερινά και κάθε Κυριακή πήγαινε στο κατηχητικό. Τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να διανύσει μεγάλη απόσταση για να φτάσει στη Νέα Υόρκη: γεννήθηκε το 1946 στο Σικάγο και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Νιου Τζέρσεϊ. Εκεί άρχισε να αδιαφορεί για την εξωτερική της εμφάνιση, τις συμβουλές των μεγάλων, τους καθωσπρεπισμούς και ανακάλυψε τα βιβλία και το ροκ εντ ρολ. Μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, στο Λονγκ Αϊλαντ, ο συνομήλικός της Ρόμπερτ Μέιπλθορπ έβρισκε χαρά στο σκιτσάρισμα, αγνοώντας τη μητέρα του που ονειρευόταν να τον δει μια μέρα ιερέα. Αρκετά χρόνια αργότερα, τα δύο παιδιά θα μοιράζονταν τις μνήμες τους μένοντας για ώρα κάτω από τα σκεπάσματα τα πρωινά.
    Λίγο νωρίτερα η 19χρονη Σμιθ έμεινε έγκυος από ένα αγόρι μικρότερο σε ηλικία, αποφάσισε να μην κάνει έκτρωση και έδωσε το βρέφος για υιοθεσία. «Το παιδί μου θα ζούσε, θα ήταν υγιές και θα είχε φροντίδα. Το πίστευα με όλη μου την καρδιά», έχει γράψει στο βιβλίο, αλλά τίποτε άλλο δεν αναφέρεται για την τύχη του παιδιού στα επόμενα κεφάλαια. Το σίγουρο είναι ότι σύντομα η μελλοντική τραγουδοποιός διέκοψε τις πανεπιστημιακές σπουδές της στο Νιου Τζέρσεϊ. Επιασε τότε δουλειά σε ένα τυπογραφείο της Φιλαδέλφεια με χαμηλό μισθό και σύντομα αντιλήφθηκε ότι η καρδιά της χτυπούσε για την τέχνη. Ο πρώτος της έρωτας σ' αυτόν τον τομέα ήταν μάλιστα ο Αρθούρος Ρεμπό. Είδε την ακατάδεκτη έκφρασή του στο εξώφυλλο των «Εκλάμψεων» και το ενδιαφέρον της φούντωσε. Δεν είχε 99 σεντς για να αγοράσει το βιβλίο και το έβαλε στην τσέπη της κρυφά. «Υστερα έγραφα και ονειρευόμουνα γι’ αυτόν», θυμάται. «Εγινε ο αρχάγγελός μου. Με λύτρωνε από την εγκόσμια φρίκη».
    Εκείνο τo καλοκαίρι (του 1967) θα έμενε στην ιστορία ως «καλοκαίρι της αγάπης». Για την Πάτι Σμιθ ήταν πάντως η αρχή μιας νέας ζωής. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, ώστε να έρθει σε επαφή με γνωστούς της που σπούδαζαν εκεί και να κυνηγήσει τα καλλιτεχνικά της όνειρα. Δυστυχώς, κοντά στον σταθμό του τρένου διαπίστωσε ότι το εισιτήριο είχε ακριβύνει και ότι τα χρήματα που είχε στην τσέπη δεν ήταν αρκετά. Ως εκ θαύματος, όμως, μέσα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο βρήκε πεταμένο ένα πορτοφόλι με 32 δολάρια και έτσι το ταξίδι μπορούσε να αρχίσει.

Ερωτας στα χρόνια της καριέρας
«Ο ρομαντισμός δεν μπορούσε να με ανακουφίσει από την πείνα. Ακόμα και ο Μποντλέρ έπρεπε να τρώει», έχει γράψει η Σμιθ για τις δύσκολες πρώτες μέρες στη Νέα Υόρκη. Δούλευε ως ταμίας σε ένα βιβλιοπωλείο και την ίδια περίοδο γνώρισε τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, έναν νεαρό της με ευγενικούς τρόπους, χαρακτηριστικές μπούκλες και ταλέντο στη ζωγραφική. Στη συνέχεια οι δυο τους έζησαν μαζί πολύ φτωχικά. Αλλαζαν συνεχώς δουλειές, ζωγράφιζαν πίνακες, άκουγαν δίσκους, αλληλοεμπνέονταν. Είχαν ερωτική αλλά και φιλική σχέση.
    Και εκείνα τα χρόνια η φτώχεια ήθελε καλοπέραση. Ετσι το ζευγάρι έφτιαξε έναν ιδιαιτέρως γοητευτικό μικρόκοσμο όλο αγάπη, καμβάδες και σάντουιτς. Γρήγορα, ωστόσο, ο Μέιπλθορπ κλείστηκε στον εαυτό του. Επειτα έμεινε για ένα διάστημα στο Σαν Φρανσίσκο και βεβαιώθηκε για την ομοφυλοφιλία του, αλλά η συνειδητοποίηση αυτή δεν στάθηκε αρκετή για να κλονιστεί η φιλία του σχέση με τη Σμιθ. Σύμφωνα με την ίδια: «Κρατήσαμε τον όρκο που είχαμε δώσει να μην αφήσουμε ο ένας τον άλλον. Ποτέ δεν τον είδα μέσα από το πρίσμα της σεξουαλικότητάς του. Η εικόνα μου γι’ αυτόν δεν άλλαξε. Ηταν ο καλλιτέχνης της ζωής μου».
    Σε άλλη σελίδα διαβάζουμε: «Ολοι μιλούσαν για το φεγγάρι. Ενας άνθρωπος είχε πατήσει σ’ αυτό, αλλά εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι». Ο λόγος φυσικά για το 1969, οπότε το ζευγάρι νοίκιασε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο στο Chelsea Hotel. Στους διαδρόμους του θρυλικού ξενοδοχείου -που έμελλε να αποκτήσει ιστορική σημασία για το καλλιτεχνικό σινάφι- οι δυο τους συνάντησαν λοιπόν διάφορους ενδιαφέροντες τύπους. Εναν ανεξάρτητο σχεδιαστή μόδας, μια εκκεντρική καλλιτέχνιδα που ζούσε σε κατάλευκο δωμάτιο, έναν ψυχωτικό θαυμαστή του Μπομπ Ντίλαν που τα έβγαζε πέρα μόνο με μια κιθάρα κι ένα τετράδιο. Υστερα τα μέλη του ζεύγους πήγαν στο Τρίγωνο των Βερμούδων ψάχνοντας τoν Αντι Γουόρχολ, αλλά δεν τον βρήκαν πουθενά. Ο Μέιπλθορπ πάσχιζε να διευρύνει τον κύκλο γνωριμιών του και να έρθει σε επαφή με τα ινδάλματά του, αλλά η Πάτι, χωρίς να εκβιάζει καταστάσεις, ήταν πιο τυχερή σ’ αυτόν τον τομέα. Για παράδειγμα, ένα απόγευμα θέλησε να πάρει ένα σάντουιτς από το αυτόματο μηχάνημα και για μία ακόμα φορά δεν είχε το απαιτούμενο ποσό. Δίπλα της βρέθηκε όμως ο Αλεν Γκίνσμπεργκ· ο γνωστός ποιητής την πέρασε για αγόρι, της έδωσε τα δέκα σεντς που έλειπαν και τελικά ήπιε μαζί της καφέ. Αργότερα η Πάτι Σμιθ πέρασε μια βραδιά στη σουίτα της Τζάνις Τζόπλιν στο Chelsea Hotel -ανάμεσα σε μια ντουζίνα από μουσικούς- και γνώρισε τον Τζίμι Χέντριξ λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του. Τα Χριστούγεννα του 1969 η Πάτι κατέβηκε πάντως στην Times Square μαζί με τον Ρόμπερτ και είδαν την επιγραφή: «Ο πόλεμος τελείωσε αν το θέλετε. Καλά Χριστούγεννα από τον Τζον και τη Γιόκο». Το μόνο βέβαια που τέλειωνε ήταν η δεκαετία του 1960. Οι δύο σύντροφοι βρίσκονταν πλέον στα 23 τους και συμφώνησαν ότι η επόμενη δεκαετία θα γινόταν δική τους.

Mια κάποια επιτυχία
Στις αρχές του 1970 η Σμιθ έκοψε τα μαλλιά της σαν τον Κιθ Ρίτσαρντς των Ρόλινγκ Στόουνς και απέκτησε ένα γύνανδρο παρουσιαστικό που της άνοιξε πόρτες. Πήρε τον πρώτο της θεατρικό ρόλο στην παράσταση «Femme Fatale» της τραβεστί Τζάκι Κέρτις, άρχισε να δημοσιεύει μουσικά άρθρα και κριτικές δίσκων σε περιοδικά όπως το Rolling Stone και το Creem, εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε ένα έργο που είχε γράψει μαζί με τον Σαμ Σέπαρντ. Το ίδιο διάστημα ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ δανείστηκε μια μηχανή πολαρόιντ και άρχισε να εξασκείται στη φωτογραφία - τελικά τα ιδιόμορφα πορτρέτα του, τα λουλούδια του και τα αντρικά γυμνά του θα τον έκαναν πασίγνωστο στους αβανγκάρντ κύκλους.
    Η ερωτική σχέση του ζευγαριού είχε πάντως τελειώσει: ο Ρόμπερτ εκδιδόταν σε ομοφυλοφιλικά στέκια για να εξασφαλίζει τα προς το ζην και η Πάτι είχε συνδεθεί με τον κιθαρίστα των Blue Oyster Cult Αλεν Λανιέρ. Αυτό που κρατούσε μαζί το ιδιότυπο ζεύγος ήταν η αφοσίωση στην τέχνη. Τελικά τον Οκτώβριο του 1972 η Σμιθ και ο Μέιπλθορπ έφυγαν από το Chelsea Hotel και μαζί με το ξενοδοχείο αποχαιρέτησαν άτομα που δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ. Κάποια απ' αυτά πέθαναν και άλλα τράβηξαν δρόμους που δεν οδηγούσαν πουθενά. «Δεν αισθάνομαι δικαιωμένη ως επιζήσασα», έχει γράψει η Πάτι Σμιθ. «Θα προτιμούσα να τους είχα δει όλους να πετυχαίνουν. Ομως αποδείχτηκε ότι εγώ ήμουν αυτή που είχε ποντάρει στο καλύτερο άλογο».
    Μετά από έναν αποτυχημένο ρόλο σε θεατρική παράσταση, η Σμιθ αποφάσισε ότι στο εξής θα έπαιζε μόνο τον εαυτό της. Κάπως έτσι άρχισε να απαγγέλει ποιήματα σε μπαρ και κλαμπ, προκειμένου να ανοίγει συναυλίες συγκροτημάτων όπως οι New York Dolls. Εως τότε είχε εκδώσει ποιητικές συλλογές («Seventh Heaven» και «Witt»), αλλά πλέον έψαχνε τρόπους για να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Την ίδια περίοδο είχε πρωτανοίξει στο Μανχάταν το ιστορικό πια κλαμπ CBGB. Σύμφωνα με τη Σμιθ, εκείνες τις μέρες «μπορούσες να ακούσεις το χτύπημα της στέκας στις μπάλες, λαγωνικά να γαβγίζουν, μπουκάλια να τσουγκρίζονται και τους ήχους ενός μουσικού ρεύματος να αναδύονται». Διότι γεννιόταν μια μουσική που θα ονομαζόταν πανκ.
    Από την πλευρά της, η Πάτι είχε γερές φιλίες με μουσικούς, άρχισε να μελοποιεί τα ποιήματά της και σύντομα ανέβηκε στη σκηνή του CBGB ως τραγουδίστρια με δικό της γκρουπ. Κάποια βράδια ένα μπροστινό τραπέζι ήταν κρατημένο για τον τότε 60χρονο Γουίλιαμ Μπάροουζ και αργότερα ανάμεσα στο κοινό η Σμιθ διέκρινε τον Μπομπ Ντίλαν. Επόμενο βήμα το στούντιο. Με παραγωγό τον Τζον Κέιλ των Velvet Underground, το φθινόπωρο του 1975 η Πάτι Σμιθ ηχογράφησε το άλμπουμ «Horses», που σήμερα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα όλων των εποχών. Για το κλασικό εξώφυλλο του δίσκου, μάλιστα, η καλλιτέχνις φωτογραφήθηκε από τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ.

Unhappy end
Τα χρόνια της διασημότητας δεν καλύπτονται ιδιαιτέρως στο βιβλίο. Την άνοιξη του 1979 η Πάτι Σμιθ έφυγε από τη Νέα Υόρκη για να αρχίσει μια νέα ζωή, αλλά ποτέ δεν έχασε την επαφή της με τον Μέιπλθορπ· παντρεύτηκε τον πρώην κιθαρίστα του συγκροτήματος MC5 Φρεντ «Σόνικ» Σμιθ και για ένα διάστημα έζησε μαζί του μόνο με τα απαραίτητα σε ένα ξενοδοχείο του Ντιτρόιτ, σε συνθήκες που θύμιζαν Chelsea Hotel. Η ιστορία του «Just Kids» έχει πάντως λυπηρή κατάληξη: τον Σεπτέμβριο του 1986 οι γιατροί διέγνωσαν ότι ο Μέιπλθορπ έπασχε από AIDS. Εκτοτε η Σμιθ δεν σταμάτησε να επικοινωνεί μαζί του τηλεφωνικώς και να ταξιδεύει τακτικά από το Ντιτρόιτ στη Νέα Υόρκη για να τον βλέπει. Ομως η φιλία δεν μπορούσε να σώσει τον  Μέιπλθορπ. Πέθανε τον Μάρτιο του 1989 -σε ηλικία 42 ετών- και η τελευταία πολαρόιντ που τράβηξε δείχνει την παλιά φίλη του να κρατάει τη σχεδόν δίχρονη κόρη της.
    Τι μένει στον αναγνώστη από το «Just Kids»; Στις σελίδες του, πέρα από το χρονικό μιας εγκάρδιας σχέσης, έχει αποτυπωθεί ολοζώντανα η Νέα Υόρκη των αρχών της δεκαετίας του 1970: οι μποέμικοι τρόποι και οι περιπέτειες μιας γενιάς που πίστεψε στην τέχνη και στο ροκ, πολύ προτού εκείνο καταλήξει παιχνίδι σε χέρια επιχειρηματιών. Στο «Just kids», επίσης, η Πάτι Σμιθ δεν προσπάθησε να αποδείξει ότι υπήρξε ηρωίδα, οργισμένο νιάτο ή εκφραστής μιας ολόκληρης γενιάς. Η γιαγιά του πανκ ολοκλήρωσε ένα βιβλίο λίγο πριν φτάσει στα 65 της, προκειμένου να μιλήσει με ειλικρίνεια και να ενθαρρύνει εκατομμύρια νέους ανθρώπους που κυνηγούν καλλιτεχνικά όνειρα.

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Anna Calvi - Anna Calvi

 Για τον Brian Eno, είναι «ό,τι καλύτερο έχει βγει μετά την Patti Smith». Ο Nick Cave, από την άλλη, την επέλεξε προσωπικά ως support στην ευρωπαϊκή περιοδεία των Grinderman. Tα περιοδικά δεν άργησαν να τσιμπήσουν και να ’μαστε κι εμείς εδώ, να δίνουμε χρόνο για χιλιοστή φορά σε άλλη μια γυναίκα τραγουδοποιό που πληγώθηκε και θέλει να το μοιραστεί με κάποιον.

Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, βέβαια. Το ντεμπούτο της Λονδρέζας Anna Calvi (που στην Αγγλία κυκλοφόρησε τον Γενάρη και στην Αμερική αναμένεται την 1η Μαρτίου), έχει στ’ αλήθεια κάτι –και μία ακρόαση αρκεί για να πειστεί κανείς. Το πρώτο πράγμα που σε γοητεύει στα τραγούδια της μικρής Λονδρέζας είναι ότι σου θυμίζουν κάτι άλλο: το τσαγανό της PJ Harvey, τη μελαγχολία της Nico, την ακατέργαστη ροκιά της Siouxsie. Ύστερα ψάχνεις να βρεις τραγούδια για να πιαστείς: τo “Βlackout” είναι το δικό της μικρό αριστούργημα, ενώ το “Desire” έχει μια φόρτιση που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό.

Η σκοτεινή, ατμοσφαιρική ποπ αυτού του δίσκου έχει τη σωστή δόση ευαισθησίας και αγριάδας. Τα ακόρντα της ηλεκτρικής κιθάρας δίνουν στον ήχο μικρές αλλά ουσιαστικές δόσεις «βρωμιάς» και η φωνή της Calvi παραπέμπει σε ντίβα της όπερας –όχι τόσο ως προς την τεχνική αρτιότητα, αλλά ως προς τη μεγαλοπρέπεια. Σίγουρα όχι κάτι που συναντάς κάθε μέρα.

Τίποτα το αρνητικό; Βεβαιότατα. Οι στίχοι... Φαίνεται να γράφτηκαν για να εξυπηρετήσουν τη μουσική και όχι το ανάποδο, όπως θα περίμενε κανείς να συμβαίνει στους τραγουδοποιούς που επιλέγουν απλές ενορχηστρώσεις και δεν καινοτομούν. To θέμα όμως είναι ότι η ρομαντική ποπ της Anna Calvi στέκει μίλια μακριά από τις υπερβολές τύπου Lady Gaga, μολονότι το φλερτ της πρώτης με τη μόδα, σε συνδυασμό με την εκθαμβωτική ομορφιά και τις έμμεσες πλην σαφείς λεσβιακές αναφορές (“Suzanne And I”, “Ι’ll Be Your Man”) πιθανόν να φέρουν στο πλάι της κόσμο για τους λάθος λόγους.

Ας είναι. Αρκεί να ακούσει κανείς μία φορά το “Blackout” για να πειστεί πως εδώ κάτι συμβαίνει. 
(7,5/10)


όπως δημοσιεύτηκε στο avopolis.gr (Φεβρουάριος 2011)

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Abbie Gale


Το ροκ της ωριμότητας
Ο ηγέτης των Abbie Gale Σωτήρης Δελακάς μιλάει για το νέο άλμπουμ του γκρουπ «Νο inspiration», τη ζωή στην Πάτρα και την επικείμενη συναυλία τους επί αθηναϊκού εδάφους.

Διακόσια δεκαέξι χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Αθήνας βρίσκεται η Πάτρα, πόλη του καρναβαλιού και της ήρεμης αστικής ζωής. Πριν από μερικά χρόνια ξεπήδησε από εκεί μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σκηνή συγκροτημάτων, με επικεφαλής τους Raining Pleasure και λίγο αργότερα τους Abbie Gale, που μπορεί να μη γνώρισαν ποτέ μαζική επιτυχία αλλά έχτισαν σταδιακά ένα πιστό κοινό. Kυκλοφορώντας το ντεμπούτο άλμπουμ το 2005, άκουσαν τα χτυπήματα της επιτυχίας δύο χρόνια μετά με το «2», που αναδείχτηκε σε ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά αγγλόφωνα άλμπουμ της περασμένης δεκαετίας.
Αφορμή για την κουβέντα μας με τον ηγέτη τους Σωτήρη Δελακά δεν είναι οι κατακτήσεις του παρελθόντος αλλά το νέο τους cd, που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο και σύντομα θα παρουσιαστεί ζωντανά και στην Αθήνα. Το τρίτο άλμπουμ των Abbie Gale, με το ασπρόμαυρο artwork και το χειροποίητα δεμένο βιβλιαράκι που το συνοδεύει, φέρει τον προβοκατόρικο και παραπλανητικό τίτλο «No Inspiration» (μτφ.: «Kαμία έμπνευση»). «Είναι ένας δίσκος πιο δύσκολος, σκοτεινός και σκληρός» μου εξηγεί ο Σωτήρης, που έγραψε και τα περισσότερα τραγούδια. «Διαφέρει στον τρόπο που ηχογραφήθηκε. Θέλαμε μια πιο live και ακατέργαστη αίσθηση στο τελικό αποτέλεσμα, έτσι τα κομμάτια γράφτηκαν από όλους μας ταυτόχρονα, μετά από πολύωρες πρόβες. Θεωρούμε πως είναι ο πιο ώριμός μας δίσκος».

Music and the city
Στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ του προηγούμενου άλμπουμ και του καινούριου οι συνθήκες για το γκρουπ δεν ήταν ευνοϊκές, κάτι που όπως αποδείχτηκε είχε θετική επίπτωση στο τελικό αποτέλεσμα: «Πιο δύσκολες συγκυρίες σημαίνουν επιστροφή στα βασικά, στα σημαντικά, άρα και μεγαλύτερη διάθεση για δημιουργία. Δεν ήταν εύκολα τα χρόνια που προηγήθηκαν αλλά πλέον αντιλαμβανόμαστε πως ήταν πολύ ωφέλιμα». Υπήρξε πάντως και μια θετική εξέλιξη: Η ανεξάρτητη πατρινή δισκογραφική εταιρία Inner-Ear, της οποίας η παρθενική κυκλοφορία ήταν το «2» των Abbie Gale σήμερα παίζει καθοριστικό ρόλο στην εγχώρια μουσική παραγωγή.: «Χαιρόμαστε κάθε φορά που βλέπουμε το ρόστερ της ν’ αυξάνει – και τι ρόστερ, όλες της οι κυκλοφορίες είναι αξιόλογες!» λέει ο Σωτήρης. «Είναι πραγματικά τιμή μας που ανήκουμε σ’αυτή την εταιρία».
Η κουβέντα φεύγει από τη μουσική ή μάλλον προχωράει στην ουσία αυτής: στα ερεθίσματα που της δίνουν υπόσταση.  Ρωτάω τον Σωτήρη για τη ζωή στην Πάτρα και μου μιλάει για το προνόμιο της καθημερινής συνεύρεσης με αγαπημένα πρόσωπα, τη χαλαρότητα των ανθρώπων και την ευκολία των μετακινήσεων. Οι Abbie Gale είναι τύποι «του στεκιού» και όταν δεν παίζουν μουσικοί βγαίνουν σε δυο-τρία συγκεκριμένα μπαράκια. Λίγο πριν το τέλος του ζητάω να μου πει πόσο τους εμπνέει η πόλη και απαντά πως αυτό εξαρτάται από τα προσωπικά βιώματα του καθενός και όχι από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Εχει δίκιο: Ακούγοντας τα τραγούδια των Abbie Gale, μόνο την Πάτρα δεν σκέφτεσαι. Ο σκοτεινός ήχος τους, σε συνδυασμό με τους αγγλικούς στίχους και την ξενόφερτη αισθητική, παραπέμπει περισσότερο σε μια απόδραση από την καθημερινότητα παρά σε μια καταγραφή αυτής. Σε τελική ανάλυση, αυτό δεν αποζητούμε όλοι από τη μουσική;

Στις 24/2 οι Abbie Gale θα εμφανιστούν στο Gagarin μαζί με τη Μαριέττα Φαφούτη

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Meg, σε πόσα χρόνια λες να επανασυνδεθούμε;

Το αντιγράφω όπως μου ήρθε στο μέιλ μου


ΣΕ 30 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΜΟΙΡΑΖΕΣΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ,
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ ΤΗ ΦΩΝΗ ΣΟΥ
- δηλώστε συμμετοχή μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου!

ΤΟ AVON VOICES ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΣΤΙΣ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΕΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΕΣ
ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΤΕΙ Η ΦΩΝΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Η FERGIE, H DIANE WARREN KAI H NATASHA BEDINFIELD EINAI ANAMEΣΑ ΣΤΟΥΣ ΔΙΑΣΗΜΟΥΣ ΚΡΙΤΕΣ

Τριάντα δευτερόλεπτα χρειάζονται για να πετύχεις και για να ακουστεί η φωνή σου στο κοινό από 64 χώρες και να κριθείς επαγγελματικά από μεγάλα ονόματα της Μουσικής Βιομηχανίας όπως: η Fergie που έχει κερδίσει 6 φορές το βραβείο Γκράμι, η Diane Warren που έχει γράψει μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια ( I don’t wanna miss a thing, Because you love me, Can’t fight the moonlight, Unbreak my heart – πρόσφατα κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα για το τραγούδι της Cher στην ταινία “Burlesque”) τη Natasha Bedingfield,υποψήφια για Γκραμι δημιουργό/τραγουδίστρια και πολλές άλλες γνωστές προσωπικότητες της Παγκόσμιας Μουσικής Βιομηχανίας.

Το Avon Voices σας καλεί να γίνετε μέλος ενός Παγκόσμιου Μουσικού Κινήματος – ενός κινήματος που εμπνέει και αναδεικνύει τη μοναδικότητα μέσα από την Παγκόσμια γλώσσα της μουσικής. Γυναίκες από όλο τον κόσμο κάνουν τις φωνές τους να ακουστούν δυνατά και μοιράζονται τα όνειρα και τα ταλέντα τους στο www.avonvoices.com.

Είναι ευκολότερο από ότι νομίζετε! Μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου 2011 οι Γυναίκες άνω των 18 ετών μπορούν να υποβάλλουν συμμετοχή στο τραγουδιστικό μέρος με ένα βίντεο 30 δευτερολέπτων – επιλέγοντας ένα τραγούδι από τη λίστα του avonvoices.com! Οι πιο ταλαντούχες φιναλίστ θα ταξιδέψουν σε συναρπαστικούς προορισμούς όπως το Παρίσι, το Hollywood, το Rio de Janeiro, τη New York, και το Nashville. Θα λάβουν επαγγελματική καθοδήγηση από τους καλύτερους του χώρου, θα μεταμορφωθούν από τους ειδικούς make up artist της Avon και θα μπουν στο studio για να ετοιμάσουν τα βίντεο της ερμηνείας τους!

Σκοπός του διαγωνισμού; Να βρεθούν δέκα μαγικές γυναικείες φωνές από όλο τον κόσμο, αυτές που έχουν αυτό το «κάτι διαφορετικό» και να τραγουδήσουν ένα εμπνευσμένο τραγούδι της Diane Warren μαζί με τους υπόλοιπους διάσημους κριτές. Το τραγούδι αυτό θα ακουστεί για πρώτη φορά το Φθινόπωρο του 2011 στη Νέα Υόρκη σε μια Παγκόσμια γιορτή για τη Γυναίκα. Αυτό το υπέροχο τραγούδι μαζί με άλλες ηχογραφήσεις που θα γίνουν κατά τη διάρκεια του Avon Voices θα μπορούν να αγοραστούν on line και όλα τα έσοδα θα χρησιμοποιηθούν στην Παγκόσμια Καμπάνια που γίνεται από το Avon Foundation για να σταματήσει πλέον ο κύκλος της Βίας ενάντια στις Γυναίκες και τα κορίτσια. Μέχρι σήμερα περισσότερα από 30εκατομμύρια δολάρια έχουν συγκεντρωθεί και δοθεί σε προγράμματα πρόληψης, εκπαίδευσης αλλά και στην ανάδειξη του μεγάλου θέματος της Βίας ενάντια στις Γυναίκες.

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Μπράβο!


Το εγχώριο γυναικείο ροκ συγκρότημα Katrin the Thrill, κυκλοφόρησε πρόσφατα ένα E.P. με τίτλο "Earth is calling us". Με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση είδα στο οπισθόφυλλο του εν λόγω άλμπουμ πως «μέρος των εσόδων του καλλιτέχνη θα διατεθεί για την αναδάσωση των καμένων δασών της Ελλάδας».
Να λοιπόν ένας τρόπος να διορθωθούν τα προβλήματά μας. Δυο-τρία δισκάκια να βγούνε που να δίνουν ένα μικρό ποσοστό του κέρδους για καλούς σκοπούς (μιλάμε για cd που πολλούν εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα), θα μπορούμε πλέον να ονειρευόμαστε ένα καλύτερο αύριο για τη χώρα μας και τα δάση της.
Δεν μπορεί το ΠΑΣΟΚ; Μπορούν οι Katrin the Thrill. Σκέψου το...

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

The Boy at 6 D.O.G.S.

Η σούπα άργησε μια μέρα

Συνέντευξη Μαριέττα Φαφούτη

Τσάι, μουσική και διαφημίσεις
Γνωριμία με μια από τις πιο δραστήριες, χαρούμενες και ταλαντούχες νέες τραγουδοποιούς.
Όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κ» (Ιανουάριος 2011)

Του Βύρωνα Κριτζά

Σε μια τσαγερία όπου σερβίρονται όλες οι γεύσεις που μπορεί να σκεφτεί ανθρώπινος νους, μια νεαρή κοπέλα ζητάει «τσάι του βουνού». Τη λένε Μαριέττα Φαφούτη, είναι τραγουδοποιός, φοράει ένα λουλουδάτο φουστάνι και γελάει με την παραμικρή αφορμή. Με το που τη βλέπω, καταλαβαίνω πως η αισιόδοξη αύρα των τραγουδιών της δεν είναι επίπλαστη, αλλά αντικατοπτρίζει ένα έντονο στοιχείο του χαρακτήρα της.
Η πρώτη επαφή με τη μουσική ήρθε μέσω της μητέρας της, που έπαιζε στην κιθάρα τραγούδια της Αρλέτας. Η ίδια ξεκίνησε να μαθαίνει πιάνο κάπως αργά, στα δεκαπέντε της: «Η μουσική ήταν στο μυαλό μου κάτι πολύ όμορφο και από αυτά που άκουγα σκεφτόμουν πως θα μου το κατέστρεφαν με ανιαρές ασκήσεις». Τα χρόνια πέρασαν, βρέθηκε να παραδίδει και η ίδια μαθήματα και να γράφει μουσική για παραστάσεις, ταινίες, ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές παραγωγές. Οι επιρροές από την ποπ συνδυάστηκαν με την αγάπη της για συνθέτες όπως ο Φίλιπ Γκλας και ο Ενιο Μορικόνε και το 2006 κυκλοφόρησε το σάουντρακ για την ταινία «Κράτησέ με» της Λουκίας Ρικάκη. Τον περασμένο Σεπτέμβρη όμως ήρθε η σειρά για μια πιο προσωπική δουλειά: To ντεμπούτο της ως ολοκληρωμένη τραγουδοποιός, με το “Τry a little romance” από την ανεξάρτητη Inner-Ear. Οι αγγλικοί στίχοι ταίριαξαν τόσο με τις μουσικές της, όσο και με την τάση της εποχής. Ηταν άραγε τυχαίο; «Εκφράζομαι πολύ πιο εύκολα με τα αγγλικά. Μου φαίνεται ανόητο να φτιάξει κάποιος έναν δίσκο ορμώμενος από μια τάση. Δεν ξέρω αν η έκρηξη του αγγλόφωνου τραγουδιού είναι μια μόδα παροδική. Στο λεγόμενο έντεχνο κάτι τέτοιο συνέβη, αλλά κανείς δεν μπορεί να ξέρει στ’ αλήθεια». Η ίδια πάντως απέφυγε να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο, μολονότι το επίθετό της μπορεί να προκαταβάλλει ορισμένους αρνητικά. «Το “Φαφούτη” είναι η ταυτότητά μου, η καθημερινότητά μου και με αυτή την ειλικρίνεια ήθελα να υπογράψω τα τραγούδια μου».
Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τα κομμάτια της είναι τα καθαρά και ευκολομνημόνευτα ρεφρέν. Με τη βοήθεια αυτού ακριβώς του χαρίσματος, ανοίχτηκε πριν από χρόνια και η πόρτα των διαφημιστικών εταιριών. Τη ρωτάω πόσο δημιουργική αισθάνεται γράφοντας μουσική για προϊόντα: «Πάρα πολύ. Τα jingles είναι λίγο παρεξηγημένη υπόθεση. Δεν γίνομαι εγώ το προϊόν. Ο,τι μουσική και να γράψω θα έχει μέσα την ψυχή μου. Ακόμα κι αν μου ζητηθεί κάτι που δεν ταιριάζει στο στυλ μου, είναι μια πρόκληση. Νομίζω πως αυτό δεν κρύβει τίποτα κακό ή πουλημένο πίσω του».
H Mαριέττα λατρεύει το σινεμά, αλλά η τηλεόραση την ηρεμεί. «Παρά το χαμηλό επίπεδο των προγραμμάτων έχει μια ελαφρότητα που τη χρειάζομαι. Και δίπλα έχω το λάπτοπ. Ετσι χαλαρώνω». Οχι ότι της περισσεύει χρόνος... Tα πρωινά εργάζεται ως κειμενογράφος ενώ πριν από πέντε χρόνια έφτιαξε με την παρέα της το bankit.gr, ένα site προώθησης και επικοινωνίας νέων καλλιτεχνών που ζητούν την προσοχή μας. Από εκεί προέκυψε και το ARTogether Festival, που συνδυάζει διάφορες μορφές τέχνης και φέτος πραγματοποιήθηκε για τρίτη συνεχόμενη χρονιά.
Oπως βγαίνουμε από την τσαγερία, με ευχαριστεί εγκάρδια για τη συνέντευξη. Δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που σου δίνει την εντύπωση πως θα γυρίσει στο σπίτι και θα συνθέσει. Η ευγένεια που εκπέμπει όμως, μαζί με τα ρεφρέν της που γυρνάνε στο μυαλό μου καθώς παίρνω το δρόμο του γυρισμού, προμηνύουν κάποια εξέλιξη.