Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Συνέντευξη Ημισκούμπρια


 Είναι μία από τις ελάχιστες φωνές του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού που κάνει σάτιρα με φρεσκάδα και με εύστοχη ματιά. Ο χρόνος όμως δεν μετέτρεψε τα Ημισκούμπρια σε αναγνωρισμένους καλλιτέχνες, αλλά σε cult φιγούρες των 1990s –ίσως λόγω της υπερπροβολής που δέχτηκαν στο ξεκίνημά τους. Κατά συνέπεια, μια συνέντευξη μαζί τους, με αφορμή το live τους στο PassPort αυτό το Σάββατο, στις 2 Απριλίου, υπήρξε πρόκληση. Τους συνάντησα στο στούντιό τους στη Νέα Φιλαδέλφεια, τρεις τελείως διαφορετικούς ανθρώπους: ο Δημήτρης Μεντζέλος είχε στ’ αλήθεια όρεξη να μιλήσει και, όπως θα διαπιστώσετε, είχε και πολλά ενδιαφέροντα να πει. Ο Μιθριδάτης, μολονότι παρών, θέλησε να απέχει από τη συνέντευξη όντας αντίθετος στον επικριτικό τόνο κάποιων ερωτήσεων –τουλάχιστον όπως αυτές εστάλησαν γραπτά λίγες μέρες πριν τη συνάντηση. Τέλος, ο Πρύτανης, υιοθετώντας μια πιο ουδέτερη στάση, συμμετείχε κατά διαστήματα…

Σε τι φάση σας πετυχαίνω;
Δημήτρης Μεντζέλος:  Στη φάση που βρίσκονται όλοι οι μουσικοί στην Ελλάδα. Κάνουμε όλοι μια προσπάθεια να κρατήσουμε τη μουσική ζωντανή, μια και οι δισκογραφικές δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για νέες δουλειές.

Πρυτάνης: Και για δουλειές που δείχνουν ενδιαφέρον, απλά τις χρηματοδοτούν, τις κυκλοφορούν και τελειώνει εκεί το θέμα.

Δ.Μ.: Το μοναδικό πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να φτιάχνεις κομμάτια και να τα βάζεις στο internet, είτε free, είτε στο i-tunes με αντάλλαγμα λίγα cents. Ελάχιστοι άνθρωποι πλέον ζουν αποκλειστικά από τη μουσική αν δεν τραγουδούν στα μπουζούκια. Εμείς τα καταφέρνουμε μέχρι στιγμής, γιατί κάνουμε live και γεμίζουμε ακόμα μαγαζιά μετά από δεκαπέντε χρόνια.

Πέρυσι κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ ο Μιθριδάτης (Αιρετικά Ερωτικός) και φέτος ο Δημήτρης Μεντζέλος (Ο Ράπερ της Χρονιάς). Γιατί δεν συγκεντρώσατε το υλικό για κοινό άλμπουμ;

Δ.Μ.: Eίναι κάτι το οποίο συνηθίζεται στη μουσική που ακούμε. Αφού είχαμε στο ενεργητικό μας εφτά δίσκους Ημισκουμπρίων πετυχημένους, αποφασίσαμε να κάνει ο καθένας το κέφι του. Γιατί όταν δεν πουλάνε οι δίσκοι απλά κάνεις το κέφι σου. Αρκετός κόσμος θεώρησε πως τα Ημισκούμπρια διαλύθηκαν αλλά δεν είναι έτσι. Και στους δίσκους μας με το γκρουπ είχαμε σόλο κομμάτια, απλά αυτή τη φορά κάναμε κάτι ολοκληρωμένο. Μέχρι στιγμής έχουμε καλά vibes, που λένε και οι νέοι.

Πίσω στο ’95 που ξεκινούσατε ποια hip hop γκρουπ είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή σε εσάς;

Δ.Μ.: Πατήσαμε στο στυλ των Beastie Βoys, των Black Sheep, των De La Soul και πολλών άλλων εναλλακτικών αμερικάνικων συγκροτημάτων και ύστερα προσπαθήσαμε αυτό να το συνδέσουμε με την καθημερινότητά μας. Γράφαμε για τις σχέσεις μας, αυτά που συνέβαιναν γύρω μας και οτιδήποτε μας κατέβαινε στο κεφάλι.

Πάντως στιχουργικά είστε ένα σατιρικό γκρουπ, οπότε μια σαφής επιρροή είναι αυτή του Τζίμη Πανούση…
Δ.Μ.: Σωστά. Αλλά όχι μόνο ο Πανούσης, αλλά κι άλλοι ροκάδες της δεκαετίας του ’80 όπως ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Γιάννης Μηλιώκας, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης… Όλη αυτή η παρέα εκείνης της εποχής έφερε κάτι καινούριο στην Ελλάδα.

Πρύτανης: Στιχουργικά δεν νομίζω πως υπήρξε κάποια φοβερή επιρροή από αυτή τη σχολή.

Δ.Μ.: Ναι, ίσως όχι ως προς τον τρόπο που έγραφαν, αλλά ως προς τη σάτιρα που έκαναν μέσα από το ροκ. Απέδειξαν πως δεν χρειάζεται να είσαι ένας σαχλός κωμικός για να κάνεις σάτιρα. Το έκαναν με έναν τρόπο προχωρημένο και ιδιαίτερο. Πάντως και στα blues και τα soul, ή στο ρεμπέτικο για να κάνουμε μια αντιστοιχία με την Ελλάδα, ο στίχος που ακούγαμε ήταν ιδιαίτερος. Μιλούσε για την καθημερινότητα, είτε ήταν σκληρή είτε πλακατζίδικη. Ξαφνικά λοιπόν εμείς τη δεκαετία του ’90 βρεθήκαμε μέσα σε έναν κυκεώνα κομματιών που έλεγαν «αγάπη μου που έχεις φύγει» ή «αγάπη μου πάμε στ’ αστέρια», τα σκυλάδικα δηλαδή. Και από την άλλη τα έντεχνα, όπου οι στίχοι δεν ήταν καλύτεροι, εκτός από κάτι σκληροπυρηνικούς που γράφανε στίχο σοβαρό όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Ε, εμείς τότε επηρεαστήκαμε από τους παλιούς και θέλαμε να γράψουμε πρωτότυπους στίχους. Ο Ζαμπέτας έγραφε άλλα πράγματα, μίλαγε για το σαραβαλάκι του.

Πολύς κόσμος είδε από τότε τα Ημισκούμπρια σαν ένα γκρουπ με στόχο το χαβαλέ, χωρίς κανένα βάθος. Σας χαρακτήρισαν μάλιστα, ατυχώς ίσως, «χαβαλέ hop». Αισθανθήκατε ποτέ πως αυτό διαστρέβλωνε την εικόνα σας και το μήνυμα που θέλατε να στείλετε;
Δ.Μ.: Δεν μας ανησύχησαν ιδιαίτερα αυτά. «Χαβαλέ hop» μας χαρακτήρισαν λίγοι άνθρωποι. Το παράξενο είναι ότι ήταν προοδευτικοί, ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν και παρ’ ολ’ αυτά αποδείχτηκαν πιο χούντα κι από τη χούντα. Κάθε καλλιτέχνης, ειδικά στο hip hop που είναι ελεύθερη μουσική, έχει το δικαίωμα της προσωπικής του έκφρασης.

Πρύτανης: Πολλοί έχουν παρεξηγηθεί για το στυλ που έχουν επιφανειακά. Τον Πανούση τον βλέπει κάποιος και τον θεωρεί αλήτη. Αν κάτσεις και ακούσεις αυτά που λέει τον προσκυνάς τον άνθρωπο. Αλλά και χάλια στίχους να γράφεις, το θέμα είναι πως όταν ο κόσμος διασκεδάζει τότε γιατί να το κατακρίνουμε.

Δ.Μ.: Ακριβώς. Εμείς γράφουμε τα τραγούδια μας και χαρακτηρίζουμε τους εαυτούς μας διασκεδαστές. Αν κάποιος αντιληφθεί πως στα κομμάτια μας υπάρχει και κάτι βαθύτερο, που υπάρχει, τόσο το καλύτερο. Ως επί το πλείστον, αυτό που ακούμε χρόνια τώρα είναι «εγώ δεν ακούω hip hop, αλλά ακούω Ημισκούμπρια». Αυτό δεν μας χαλάει, γιατί θεωρούμε πως είμαστε το εναλλακτικό του εναλλακτικού.

Πρύτανης: Nα κάνω μια παρομοίωση. Τη δεκαετία του ’80 στην Ελλάδα κανείς δεν άκουγε country. όλοι όμως άκουγαν Κηλαηδόνη. Επίσης, τη δεκαετία του ’80 πολλοί άκουγαν Χάρρυ Κλυνν, λίγοι όμως τον καταλάβαιναν. Και αυτά που έλεγε ισχύουν και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά. Επιφανειακά ήταν κάτι αστείο αλλά από κάτω έκρυβε πολύ πράμα. Αυτό έχει συμβεί πολλές φορές και συμβαίνει και με ‘μας.

Έχετε πέντε χρόνια να βγάλετε δίσκο. Στο Passport γιατί να έρθει κάποιος να σας δει ξανά;
Δ.Μ.: Για τον ίδιο λόγο που πηγαίνουν στον Πανούση ενώ έχει να βγάλει είκοσι χρόνια δίσκο. Αλλά πέρα από τα παλιά μας κομμάτια που τα θέλει ο κόσμος, παίζουμε και νέα κομμάτια από τα δύο σόλο άλμπουμ μας. Επίσης, πρόσφατα κυκλοφορήσαμε δύο νέα κομμάτια στο i-Τunes, που είναι το «Πώς να σου το πω», με θέμα την οικονομική κρίση και το «Μια ιθαγενή» που ουσιαστικά είναι η συνέχεια του πρώτου και λέει πως θέλουμε να τα μαζέψουμε και να πάμε στο Περού, καλύτερα με τους ιθαγενείς της ζούγκλας παρά στη ζούγκλα της πόλης. Πάντως πρέπει να σου πω πως ο κόσμος στην Αθήνα δεν μας έχει χορτάσει. Δεν παίζουμε συχνά.

Έχετε σταθερούς φαν σήμερα; Υπάρχουν πρόσωπα που βλέπετε σε κάθε live σας;
Δ.Μ.: Ναι, υπάρχει κόσμος που ακούει δεκαπέντε χρόνια Ημισκούμπρια, ξεκίνησαν από έντεκα, δώδεκα χρονών και έχουν μεγαλώσει μαζί μας. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι και φίλοι μας πλέον, δεν είναι οπαδοί. Τώρα με το facebook ανταλλάζουμε και απόψεις.

Μεταξύ σας οι τρεις του γκρουπ κάνετε στενή παρέα;

Δ.Μ.: Όσο μπορούμε ναι. Εγώ και ο Πρύτανης είμαστε παντρεμένοι και έχουμε και από ένα παιδί ο καθένας, οπότε εκ των πραγμάτων τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Συνήθως όταν φεύγουμε από τη βάση μας και πάμε στην επαρχία περνάμε πολύ καλά. Κάνουμε ένα ταξιδάκι, οργανώνουμε κάποια πράγματα και βέβαια παίζουμε μαζί live- το ωραιότερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας μουσικός.

Να φύγουμε λίγο από το γκρουπ. Σύντομα θα δούμε στη Eurovision ένα ελληνικό κομμάτι με στοιχεία hip hop. Πώς σας φάνηκε η προσπάθεια του Stereo Mike;
Δ.Μ.: Το hip hop, είτε με μέσα που μας βρίσκουν σύμφωνους είτε όχι, έχει γίνει πια τεράστια μόδα στην Ελλάδα, οπότε το περιμέναμε πως θα συνέβαινε και αυτό. Δεν είναι ακριβώς hip hop το κομμάτι. Είναι τσιφτετελο-ζειμπέκικο-κάτι. Απλώς έχει ένα rap σημείο ο καλός μας φίλος ο Stereo Mike. Πάντως είναι πολύ σημαντικό για ‘μας που μια κρατική οργάνωση αποφάσισε να στείλει στη Eurovision ένα hip-hop καλλιτέχνη. Είναι νίκη. Άσχετα αν το κομμάτι θα το φτιάχναμε αλλιώς εμείς απ’ ότι αυτοί που το φτιάξανε.

Ο Εminem έκανε πέρυσι ένα μεγάλο hit με τη Rihanna (“Love the way you lie”). Έχετε κάνεις κι εσείς πολλές επιτυχημένες συνεργασίες στο παρελθόν. Σήμερα με ποιον καλλιτέχνη θα θέλατε να συνεργαστείτε;
Δ.Μ.: Κατ’ αρχήν να σου πω για τον Eminem. Είμαστε μεγάλοι του φαν γιατί γράφει εξαιρετικούς στίχους και σαν rapper τεχνικά είναι πολύ καλός. Απλά θεωρώ πως οι δύο τελευταίοι δίσκοι του δεν είναι καλοί. Και μιλάς σε ένα φαν που έχει τα πάντα, από ειδικές εκδόσεις μέχρι όλα τα singles. Ειδικά το συγκεκριμένο κομμάτι του Eminem που ανέφερες το θεωρώ μεγάλη μάπα. Ήταν ένας απελπισμένος τρόπος να μπει στα clubs. Tώρα όσον αφορά εμάς, θεωρώ πως η διαφορά μας με άλλους έλληνες rappers είναι ότι γράφουμε καλύτερο στίχο και δεν διαλέγουμε έναν τραγουδιστή που γνωρίζει επιτυχία αλλά έναν που αρέσει σε εμάς. Όταν κάναμε το «Στη Ντισκοτέκ» με την Ελπίδα, εκείνη είχε κάποια χρόνια να βγάλει δίσκο. Κι όμως κάναμε μαζί της ένα κομμάτι της δεκαετίας του ’70 του Τουρνά και το κάναμε επιτυχία. Θα μπορούσαμε να είχαμε διαλέξει τη Γαρμπή π.χ., που ήταν τότε hot.

Πώς σας έκατσε η ιδέα να διασκευάσετε τη «Ντισκοτέκ»;
Δ.Μ.: Έχουμε μια αγάπη στη δεκαετία του ’80, στη disco και σ’ όλ’ αυτά τα πράγματα, οπότε θέλαμε να φτιάξουμε ένα κομμάτι που να μιλάει για όλα αυτά. Μετά από πολύ ψάξιμο λοιπόν, γιατί στην Ελλάδα υπάρχουν και πολλά σαχλά disco κομμάτια (ακόμα και η Μαρινέλλα έχει τραγουδήσει disco με το «Και καλύτερα»), βρήκαμε ένα τραγούδι που ταίριαζε με αυτά που θέλαμε να πούμε. Η Ελπίδα ήρθε στο στούντιο λίγο μαγκωμένη. Ήταν φαν μας τα παιδιά της και της είπαν να το κάνει. Το τόλμησε και τελικά αυτό το κομμάτι συνεχίζει να ακούγεται μέχρι σήμερα, δεκατέσσερα χρόνια μετά.

Τη διασκευή του Δεληβοριά την ακούσατε;
Δ.Μ.: Ναι και χαρήκαμε πολύ. Το έλεγε στα live του. Είμαστε φίλοι με τον Φοίβο, είμαστε κοντά ηλικιακά και έχουμε ρίξει μαζί πολλά γέλια μαζί. Όταν του είχαμε προτείνει να πούμε μαζί ένα κομμάτι, ήρθε το επόμενο λεπτό και μάλιστα δέχτηκε να ραπάρει, χωρίς να φοβηθεί μη τυχόν τσαλακώσει το προφίλ του. Ήταν το “Je Suis Bossu”. Όποτε του λέμε ότι είναι έντεχνος, μας λέει μην το ξαναπείτε αυτό, τίποτα δεν είμαι, κάνω μουσική. Αυτό λέμε κι εμείς. Θα θέλαμε κάποια στιγμή στο μέλλον να ξανακάναμε κάτι αντίστοιχο με τον Φοίβο, τον αγαπάμε πολύ.

Μιλήσαμε πριν για τον Eminem. Για πείτε μου τη γνώμη σας για το δίδυμο Jay-Z και Kanye West…

Πρύτανης: Ο Jay-Z έχει κάνει απίστευτα πράγματα. Άλλωστε εμπορικά είναι no2 στον πλανήτη μετά τους Beatles και ζει ο άνθρωπος ακόμα.

Δ.Μ.: Εγώ δεν είμαι φαν του Jay-Z. Ίσως επειδή είμαι πιο μεγάλος σε ηλικία και είμαι ακόμα κολλημένος στους παλιούς. Οι παραγωγές του είναι υπερμοντέρνες για τα γούστα μου.

Πρύτανης: Ο Kanye West για ‘μένα είναι πολύ τέχνη, λίγο παραπάνω απ’ ότι μπορώ ν’αντέξω. Αλλά τον προσκυνώ, οι μουσικές του και τα video είναι καταπληκτικά.

Δ.Μ.: Ούτε και ο Kanye West μ’αρέσει σαν rapper. O Πρύτανης φτιάχνει και μουσική οπότε τα βλέπει αλλιώς. Εγώ προτιμώ τους παλιούς που συνεχίζουν μέχρι σήμερα, όπως ο LL Cool J, ο Ice Cube… Δεν μπορείς να ξεχάσεις τους ανθρώπους που σε μεγαλώσανε. Αλλά δεν είμαι κολλημένος, ακούω και καινούρια μουσική. Τώρα τελευταία μου την έχει βαρέσει και ακούω heavy metal. Πηγαίνω σε όλες τις συναυλίες των μεταλλάδων που έρχονται στην Ελλάδα και διαπιστώνω πως το κοινό είναι πολύ καλύτερο από αυτό του hip hop.

Πρύτανης: Eίναι εκπαιδευμένοι οι έλληνες μεταλλάδες. Έχουν τρόπο, αντιδρούν σωστά.

Όπως όλα σχεδόν τα μουσικά είδη έτσι και το hip hop συνοδεύεται από έναν ενδυματολογικό κώδικα. Σκεφτήκατε ποτέ να πάτε κόντρα σ’ αυτό;
Δ.Μ.: Δεν υπάρχει αυστηρός κώδικας γιατί αλλάζει με τα χρόνια. Τα φαρδιά παντελόνια έχουν σχέση με τις φυλακές. Τους έπαιρναν τις ζώνες για να μην κρεμαστούν και το παντελόνι έπεφτε. Σήμερα στο hip hop είναι της μόδας τα καπέλα με τον flat γείσο, ενώ παλιά τον σπάγαμε για να είναι στρογγυλός. Πρέπει να φοράς αυτό που σου πάει. Εγώ επειδή είμαι πιο κοντός από τους άλλους, όταν φοράω καπέλο με πλατύ γείσο, αισθάνομαι πως είμαι ένα καπέλο που κυκλοφορεί μόνο του (γέλια). Από εκεί και ‘πέρα ένας καλλιτέχνης που ανεβαίνει στη σκηνή είναι λογικό να έχει τα αξεσουάρ του. Πρέπει να είσαι όμορφος και εντυπωσιακός.

Όταν φεύγεις από τη σκηνή;
Δ.Μ.: Αναλόγως. Τα Ημισκούμπρια δεν ακολούθησαν ποτέ τους κώδικες του hip-hop ντυσίματος. Αν θέλουμε να βγούμε με μια μπλούζα Anthrax, βγαίνουμε. Κάποια ρούχα τα φοράμε στην καθημερινότητά μας, δεν τα βάζουμε για να βγούμε φωτογραφία.

Πρύτανης: Α εγώ νόμιζα πως θα βγούμε φωτογραφία σήμερα, γι’ αυτό ντύθηκα έτσι (γέλια).

Ας γυρίσουμε στη μουσική. Ποιο είναι το καλύτερο τραγούδι των Ημισκουμπρίων;
Δ.Μ.: Eίναι όλα τους παιδιά μας, που λένε. Για ‘μένα είναι το “Je Suis Bossu” που ανέφερα πριν. Ήταν ωραία ιδέα, έχει και τη λούπα του Σπανού που μας έδωσε αμέσως την άδεια, ενώ βλέπεις κάτι καινούριους που είναι ξινοί. Kαι έχει και ωραίο videoclip.

Πρύτανης: Εμένα μου αρέσει πολύ το beat που είχαμε φτιάξει για το «Αθήνα-Σαλονίκη με μια παπουτσοθήκη», στον τρίτο μας δίσκο. Το ‘χα λατρέψει.

Ένα άλλο κομμάτι σας, το «Νωρίς», περιγράφει το βίο και τις σκέψεις του σύγχρονου Έλληνα. Αν το γράφατε σήμερα, δώδεκα χρόνια μετά, τι θα προσθέτατε;

Δ.Μ.: Λίγα πράγματα. Βλέπουμε νέα πρόσωπα, νέα μέσα, αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Δηλαδή μπορεί σε μερικά χρόνια να έχουμε μικρά διαστημόπλοια να μας πηγαίνουν στη δουλειά μας αλλά ο Έλληνας θα είναι ίδιος. Μέσα στο διαστημόπλοιο θα θέλει να ανάψει τσιγάρο…
 
(όπως δημοσιεύτηκε στο avopolis.gr - Μάρτιος 2011)

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

P J Harvey - Μια τραγουδοποιός σε αποστολή

 Η διάσημη ροκ μουσικός ετοιμάζεται να ταξιδέψει σε χώρες της Μέσης Ανατολής ως πολεμική ανταποκρίτρια

Του Βύρωνα Κριτζά

Το ερώτημα αν η μουσική μπορεί να αλλάξει τον κόσμο δεν έχει απαντηθεί ακόμη. Ολοι όμως συμφωνούν ότι μπορεί να τον περιγράψει. Αυτό αποδεικνύεται και από την επικείμενη αποστολή της Πι Τζέι Χάρβεϊ: έπειτα από ανάθεση του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου, η διάσημη Αγγλίδα μουσικός θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει ως πολεμική ανταποκρίτρια σε εμπόλεμες ζώνες όπου αναπτύσσει δράση ο βρετανικός στρατός. Αφορμή υπήρξε το καινούργιο της άλμπουμ «Let England Shake», το οποίο περιέχει 12 τραγούδια που καυτηριάζουν τη σημερινή θέση της Αγγλίας στο παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Oπως αποκάλυψε η ίδια, δεν είχε δοκιμαστεί έως τώρα σε θέματα που απασχολούν τον κόσμο, διότι ήθελε να πράξει κάτι τέτοιο με την απαιτούμενη ωριμότητα. Να λοιπόν που ήρθε η ώρα.

Τα παρεπόμενα ενός άλμπουμ
Σε πρώτη φάση έγραψε τα νέα τραγούδια της σε μορφή πεζών και ποιημάτων. Διάβασε blogs γυναικών από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, συζήτησε με πληγέντες πολέμου και άντλησε πληροφορίες από ντοκιμαντέρ και βιβλία. Προσπάθησε επίσης να αποφύγει το κήρυγμα και τη διατύπωση αμφίβολων λύσεων για τα προβλήματα του κόσμου. Ετσι τα καινούργια της κομμάτια θυμίζουν μικρά ρεπορτάζ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι «Τhe Words that Maketh Murder», το οποίο περιγράφει τις ανατριχιαστικές αναμνήσεις ενός φαντάρου ως εξής: «Στρατιώτες έπεφταν σαν κομμάτια κρέας/ανατιναγμένοι και πυροβολημένοι/χέρια και πόδια κρέμονταν από τα δέντρα». Γιατί όμως ένα μουσείο αποφάσισε να μετατρέψει μια τραγουδοποιό σε ανταποκρίτρια; Η πρώτη κίνηση έγινε από την ίδια τη Χάρβεϊ. Σε ραδιοφωνική συνέντευξή της εξέφρασε την επιθυμία της να επισκεφτεί ένα πεδίο μάχης της Μέσης Ανατολής και να γράψει τραγούδια σαν πολεμική ανταποκρίτρια, τραγούδια στο όριο της ντοκιμαντερίστικης καταγραφής. «Νιώθω όλο και μεγαλύτερη λαχτάρα να δουλέψω μ' αυτόν τον τρόπο. Να πάω ακόμη και χωρίς επίσημη ανάθεση», είπε. Τα λόγια της έφτασαν τελικά στα αυτιά του Ρότζερ Τόλσον, του διευθυντή συλλογών του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου. Μάλιστα βρήκε την ιδέα της Χάρβεϊ ενδιαφέρουσα και δήλωσε: «Διαθέτουμε έργα όπου χρησιμοποιείται ήχος, όπως αυτά της Σούζαν Φίλιπς, η οποία κέρδισε πέρυσι το βραβείο Τέρνερ. Ποτέ όμως δεν στείλαμε έναν καλλιτέχνη σε εμπόλεμη ζώνη».


20 χρόνια στις επάλξεις
Φέτος συμπληρώνεται μια εικοσαετία από τότε που η Χάρβεϊ έβγαλε στην αγορά το πρώτο της single «Dress»: τότε η καλλιτέχνις από το Ντόρσετ της Αγγλίας συστήθηκε στο ευρύ κοινό ως ροκ τραγουδοποιός που βάδιζε στα χνάρια της Πάτι Σμιθ. Επιπλέον, η εκκεντρικότητά της έγινε αντιληπτή από νωρίς: χωρίς να είναι ιδιαίτερα όμορφη, εμφανιζόταν με προκλητικό ντύσιμο στη σκηνή (κατά καιρούς αρκέστηκε σε μια μίνι φούστα και ένα σουτιέν), ενώ για το οπισθόφυλλο του πρώτου άλμπουμ της «Dry» επέλεξε να φωτογραφηθεί γυμνόστηθη. Το μεγαλύτερο βάρος, ωστόσο, το έριχνε πάντα στην τέχνη της. Ετσι, μέχρι σήμερα έχει ηχογραφήσει οκτώ δίσκους που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους και τώρα θεωρείται μία από τις πιο ταλαντούχες και συνειδητοποιημένες τραγουδοποιούς της γενιάς της. Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες της δεν εκτονώνονται πάντως μόνο στη μουσική: το 1998 η Χάρβεϊ εμφανίστηκε ως μοντέρνα εκδοχή της Μαρίας Μαγδαληνής στην ταινία «The Book of Life» και πρόσφατα σχεδίασε φίγουρες για το λογοτεχνικό περιοδικό Zoetrope του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Κατά τ' άλλα, στο άμεσο μέλλον θα προωθήσει τον νέο δίσκο της με περιοδεία, η οποία μάλλον θα κάνει και μια στάση στη χώρα μας...

(οπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γυναίκα - Μάρτιος 2011)

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Patti Smith - "Just Kids"

 
(όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γυναίκα - Φεβρουάριος 2011)
 
Είναι μία από τις ελάχιστες γυναίκες ροκ σταρ. Υπήρξε πρωτεργάτρια της νεοϋορκέζικης πανκ σκηνής, επηρέασε πλήθος από μουσικούς και κατέληξε εξέχουσα φιγούρα της σύγχρονης δυτικής κουλτούρας. Κι όμως, στο αυτοβιογραφικό «Just Κids» η Πάτι Σμιθ επέλεξε να περιγράψει τα πρώτα χρόνια της στη Νέα Υόρκη, το διάστημα κατά το οποίο ήταν ερωτευμένη με την τέχνη και παράλληλα με τον «καλλιτέχνη της ζωής της». Στο κέντρο του βιβλίου βρίσκεται λοιπόν η σχέση της με τον φωτογράφο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ:  η σχέση δύο παιδιών γαλουχημένων με την μπιτ φιλοσοφία και διψασμένων για δημιουργία, που βρέθηκαν να φυτοζωούν στη Νέα Υόρκη και τελικά κατάφεραν να ξεχωρίσουν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2010 και στο τέλος της χρονιάς χάρισε στη Σμιθ το τεράστιου κύρους βραβείο National Book Award.

Από το κατηχητικό στο άγνωστο
Ο πιο γνωστός στίχος της Πάτι Σμιθ λέει: «Ο Ιησούς πέθανε για τις αμαρτίες κάποιου, αλλά όχι για τις δικές μου». Αυτά δε τα λόγια προέρχονται από ένα κορίτσι που προσευχόταν καθημερινά και κάθε Κυριακή πήγαινε στο κατηχητικό. Τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να διανύσει μεγάλη απόσταση για να φτάσει στη Νέα Υόρκη: γεννήθηκε το 1946 στο Σικάγο και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Νιου Τζέρσεϊ. Εκεί άρχισε να αδιαφορεί για την εξωτερική της εμφάνιση, τις συμβουλές των μεγάλων, τους καθωσπρεπισμούς και ανακάλυψε τα βιβλία και το ροκ εντ ρολ. Μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, στο Λονγκ Αϊλαντ, ο συνομήλικός της Ρόμπερτ Μέιπλθορπ έβρισκε χαρά στο σκιτσάρισμα, αγνοώντας τη μητέρα του που ονειρευόταν να τον δει μια μέρα ιερέα. Αρκετά χρόνια αργότερα, τα δύο παιδιά θα μοιράζονταν τις μνήμες τους μένοντας για ώρα κάτω από τα σκεπάσματα τα πρωινά.
    Λίγο νωρίτερα η 19χρονη Σμιθ έμεινε έγκυος από ένα αγόρι μικρότερο σε ηλικία, αποφάσισε να μην κάνει έκτρωση και έδωσε το βρέφος για υιοθεσία. «Το παιδί μου θα ζούσε, θα ήταν υγιές και θα είχε φροντίδα. Το πίστευα με όλη μου την καρδιά», έχει γράψει στο βιβλίο, αλλά τίποτε άλλο δεν αναφέρεται για την τύχη του παιδιού στα επόμενα κεφάλαια. Το σίγουρο είναι ότι σύντομα η μελλοντική τραγουδοποιός διέκοψε τις πανεπιστημιακές σπουδές της στο Νιου Τζέρσεϊ. Επιασε τότε δουλειά σε ένα τυπογραφείο της Φιλαδέλφεια με χαμηλό μισθό και σύντομα αντιλήφθηκε ότι η καρδιά της χτυπούσε για την τέχνη. Ο πρώτος της έρωτας σ' αυτόν τον τομέα ήταν μάλιστα ο Αρθούρος Ρεμπό. Είδε την ακατάδεκτη έκφρασή του στο εξώφυλλο των «Εκλάμψεων» και το ενδιαφέρον της φούντωσε. Δεν είχε 99 σεντς για να αγοράσει το βιβλίο και το έβαλε στην τσέπη της κρυφά. «Υστερα έγραφα και ονειρευόμουνα γι’ αυτόν», θυμάται. «Εγινε ο αρχάγγελός μου. Με λύτρωνε από την εγκόσμια φρίκη».
    Εκείνο τo καλοκαίρι (του 1967) θα έμενε στην ιστορία ως «καλοκαίρι της αγάπης». Για την Πάτι Σμιθ ήταν πάντως η αρχή μιας νέας ζωής. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, ώστε να έρθει σε επαφή με γνωστούς της που σπούδαζαν εκεί και να κυνηγήσει τα καλλιτεχνικά της όνειρα. Δυστυχώς, κοντά στον σταθμό του τρένου διαπίστωσε ότι το εισιτήριο είχε ακριβύνει και ότι τα χρήματα που είχε στην τσέπη δεν ήταν αρκετά. Ως εκ θαύματος, όμως, μέσα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο βρήκε πεταμένο ένα πορτοφόλι με 32 δολάρια και έτσι το ταξίδι μπορούσε να αρχίσει.

Ερωτας στα χρόνια της καριέρας
«Ο ρομαντισμός δεν μπορούσε να με ανακουφίσει από την πείνα. Ακόμα και ο Μποντλέρ έπρεπε να τρώει», έχει γράψει η Σμιθ για τις δύσκολες πρώτες μέρες στη Νέα Υόρκη. Δούλευε ως ταμίας σε ένα βιβλιοπωλείο και την ίδια περίοδο γνώρισε τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, έναν νεαρό της με ευγενικούς τρόπους, χαρακτηριστικές μπούκλες και ταλέντο στη ζωγραφική. Στη συνέχεια οι δυο τους έζησαν μαζί πολύ φτωχικά. Αλλαζαν συνεχώς δουλειές, ζωγράφιζαν πίνακες, άκουγαν δίσκους, αλληλοεμπνέονταν. Είχαν ερωτική αλλά και φιλική σχέση.
    Και εκείνα τα χρόνια η φτώχεια ήθελε καλοπέραση. Ετσι το ζευγάρι έφτιαξε έναν ιδιαιτέρως γοητευτικό μικρόκοσμο όλο αγάπη, καμβάδες και σάντουιτς. Γρήγορα, ωστόσο, ο Μέιπλθορπ κλείστηκε στον εαυτό του. Επειτα έμεινε για ένα διάστημα στο Σαν Φρανσίσκο και βεβαιώθηκε για την ομοφυλοφιλία του, αλλά η συνειδητοποίηση αυτή δεν στάθηκε αρκετή για να κλονιστεί η φιλία του σχέση με τη Σμιθ. Σύμφωνα με την ίδια: «Κρατήσαμε τον όρκο που είχαμε δώσει να μην αφήσουμε ο ένας τον άλλον. Ποτέ δεν τον είδα μέσα από το πρίσμα της σεξουαλικότητάς του. Η εικόνα μου γι’ αυτόν δεν άλλαξε. Ηταν ο καλλιτέχνης της ζωής μου».
    Σε άλλη σελίδα διαβάζουμε: «Ολοι μιλούσαν για το φεγγάρι. Ενας άνθρωπος είχε πατήσει σ’ αυτό, αλλά εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι». Ο λόγος φυσικά για το 1969, οπότε το ζευγάρι νοίκιασε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο στο Chelsea Hotel. Στους διαδρόμους του θρυλικού ξενοδοχείου -που έμελλε να αποκτήσει ιστορική σημασία για το καλλιτεχνικό σινάφι- οι δυο τους συνάντησαν λοιπόν διάφορους ενδιαφέροντες τύπους. Εναν ανεξάρτητο σχεδιαστή μόδας, μια εκκεντρική καλλιτέχνιδα που ζούσε σε κατάλευκο δωμάτιο, έναν ψυχωτικό θαυμαστή του Μπομπ Ντίλαν που τα έβγαζε πέρα μόνο με μια κιθάρα κι ένα τετράδιο. Υστερα τα μέλη του ζεύγους πήγαν στο Τρίγωνο των Βερμούδων ψάχνοντας τoν Αντι Γουόρχολ, αλλά δεν τον βρήκαν πουθενά. Ο Μέιπλθορπ πάσχιζε να διευρύνει τον κύκλο γνωριμιών του και να έρθει σε επαφή με τα ινδάλματά του, αλλά η Πάτι, χωρίς να εκβιάζει καταστάσεις, ήταν πιο τυχερή σ’ αυτόν τον τομέα. Για παράδειγμα, ένα απόγευμα θέλησε να πάρει ένα σάντουιτς από το αυτόματο μηχάνημα και για μία ακόμα φορά δεν είχε το απαιτούμενο ποσό. Δίπλα της βρέθηκε όμως ο Αλεν Γκίνσμπεργκ· ο γνωστός ποιητής την πέρασε για αγόρι, της έδωσε τα δέκα σεντς που έλειπαν και τελικά ήπιε μαζί της καφέ. Αργότερα η Πάτι Σμιθ πέρασε μια βραδιά στη σουίτα της Τζάνις Τζόπλιν στο Chelsea Hotel -ανάμεσα σε μια ντουζίνα από μουσικούς- και γνώρισε τον Τζίμι Χέντριξ λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του. Τα Χριστούγεννα του 1969 η Πάτι κατέβηκε πάντως στην Times Square μαζί με τον Ρόμπερτ και είδαν την επιγραφή: «Ο πόλεμος τελείωσε αν το θέλετε. Καλά Χριστούγεννα από τον Τζον και τη Γιόκο». Το μόνο βέβαια που τέλειωνε ήταν η δεκαετία του 1960. Οι δύο σύντροφοι βρίσκονταν πλέον στα 23 τους και συμφώνησαν ότι η επόμενη δεκαετία θα γινόταν δική τους.

Mια κάποια επιτυχία
Στις αρχές του 1970 η Σμιθ έκοψε τα μαλλιά της σαν τον Κιθ Ρίτσαρντς των Ρόλινγκ Στόουνς και απέκτησε ένα γύνανδρο παρουσιαστικό που της άνοιξε πόρτες. Πήρε τον πρώτο της θεατρικό ρόλο στην παράσταση «Femme Fatale» της τραβεστί Τζάκι Κέρτις, άρχισε να δημοσιεύει μουσικά άρθρα και κριτικές δίσκων σε περιοδικά όπως το Rolling Stone και το Creem, εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε ένα έργο που είχε γράψει μαζί με τον Σαμ Σέπαρντ. Το ίδιο διάστημα ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ δανείστηκε μια μηχανή πολαρόιντ και άρχισε να εξασκείται στη φωτογραφία - τελικά τα ιδιόμορφα πορτρέτα του, τα λουλούδια του και τα αντρικά γυμνά του θα τον έκαναν πασίγνωστο στους αβανγκάρντ κύκλους.
    Η ερωτική σχέση του ζευγαριού είχε πάντως τελειώσει: ο Ρόμπερτ εκδιδόταν σε ομοφυλοφιλικά στέκια για να εξασφαλίζει τα προς το ζην και η Πάτι είχε συνδεθεί με τον κιθαρίστα των Blue Oyster Cult Αλεν Λανιέρ. Αυτό που κρατούσε μαζί το ιδιότυπο ζεύγος ήταν η αφοσίωση στην τέχνη. Τελικά τον Οκτώβριο του 1972 η Σμιθ και ο Μέιπλθορπ έφυγαν από το Chelsea Hotel και μαζί με το ξενοδοχείο αποχαιρέτησαν άτομα που δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ. Κάποια απ' αυτά πέθαναν και άλλα τράβηξαν δρόμους που δεν οδηγούσαν πουθενά. «Δεν αισθάνομαι δικαιωμένη ως επιζήσασα», έχει γράψει η Πάτι Σμιθ. «Θα προτιμούσα να τους είχα δει όλους να πετυχαίνουν. Ομως αποδείχτηκε ότι εγώ ήμουν αυτή που είχε ποντάρει στο καλύτερο άλογο».
    Μετά από έναν αποτυχημένο ρόλο σε θεατρική παράσταση, η Σμιθ αποφάσισε ότι στο εξής θα έπαιζε μόνο τον εαυτό της. Κάπως έτσι άρχισε να απαγγέλει ποιήματα σε μπαρ και κλαμπ, προκειμένου να ανοίγει συναυλίες συγκροτημάτων όπως οι New York Dolls. Εως τότε είχε εκδώσει ποιητικές συλλογές («Seventh Heaven» και «Witt»), αλλά πλέον έψαχνε τρόπους για να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Την ίδια περίοδο είχε πρωτανοίξει στο Μανχάταν το ιστορικό πια κλαμπ CBGB. Σύμφωνα με τη Σμιθ, εκείνες τις μέρες «μπορούσες να ακούσεις το χτύπημα της στέκας στις μπάλες, λαγωνικά να γαβγίζουν, μπουκάλια να τσουγκρίζονται και τους ήχους ενός μουσικού ρεύματος να αναδύονται». Διότι γεννιόταν μια μουσική που θα ονομαζόταν πανκ.
    Από την πλευρά της, η Πάτι είχε γερές φιλίες με μουσικούς, άρχισε να μελοποιεί τα ποιήματά της και σύντομα ανέβηκε στη σκηνή του CBGB ως τραγουδίστρια με δικό της γκρουπ. Κάποια βράδια ένα μπροστινό τραπέζι ήταν κρατημένο για τον τότε 60χρονο Γουίλιαμ Μπάροουζ και αργότερα ανάμεσα στο κοινό η Σμιθ διέκρινε τον Μπομπ Ντίλαν. Επόμενο βήμα το στούντιο. Με παραγωγό τον Τζον Κέιλ των Velvet Underground, το φθινόπωρο του 1975 η Πάτι Σμιθ ηχογράφησε το άλμπουμ «Horses», που σήμερα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα όλων των εποχών. Για το κλασικό εξώφυλλο του δίσκου, μάλιστα, η καλλιτέχνις φωτογραφήθηκε από τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ.

Unhappy end
Τα χρόνια της διασημότητας δεν καλύπτονται ιδιαιτέρως στο βιβλίο. Την άνοιξη του 1979 η Πάτι Σμιθ έφυγε από τη Νέα Υόρκη για να αρχίσει μια νέα ζωή, αλλά ποτέ δεν έχασε την επαφή της με τον Μέιπλθορπ· παντρεύτηκε τον πρώην κιθαρίστα του συγκροτήματος MC5 Φρεντ «Σόνικ» Σμιθ και για ένα διάστημα έζησε μαζί του μόνο με τα απαραίτητα σε ένα ξενοδοχείο του Ντιτρόιτ, σε συνθήκες που θύμιζαν Chelsea Hotel. Η ιστορία του «Just Kids» έχει πάντως λυπηρή κατάληξη: τον Σεπτέμβριο του 1986 οι γιατροί διέγνωσαν ότι ο Μέιπλθορπ έπασχε από AIDS. Εκτοτε η Σμιθ δεν σταμάτησε να επικοινωνεί μαζί του τηλεφωνικώς και να ταξιδεύει τακτικά από το Ντιτρόιτ στη Νέα Υόρκη για να τον βλέπει. Ομως η φιλία δεν μπορούσε να σώσει τον  Μέιπλθορπ. Πέθανε τον Μάρτιο του 1989 -σε ηλικία 42 ετών- και η τελευταία πολαρόιντ που τράβηξε δείχνει την παλιά φίλη του να κρατάει τη σχεδόν δίχρονη κόρη της.
    Τι μένει στον αναγνώστη από το «Just Kids»; Στις σελίδες του, πέρα από το χρονικό μιας εγκάρδιας σχέσης, έχει αποτυπωθεί ολοζώντανα η Νέα Υόρκη των αρχών της δεκαετίας του 1970: οι μποέμικοι τρόποι και οι περιπέτειες μιας γενιάς που πίστεψε στην τέχνη και στο ροκ, πολύ προτού εκείνο καταλήξει παιχνίδι σε χέρια επιχειρηματιών. Στο «Just kids», επίσης, η Πάτι Σμιθ δεν προσπάθησε να αποδείξει ότι υπήρξε ηρωίδα, οργισμένο νιάτο ή εκφραστής μιας ολόκληρης γενιάς. Η γιαγιά του πανκ ολοκλήρωσε ένα βιβλίο λίγο πριν φτάσει στα 65 της, προκειμένου να μιλήσει με ειλικρίνεια και να ενθαρρύνει εκατομμύρια νέους ανθρώπους που κυνηγούν καλλιτεχνικά όνειρα.