Όπως (περίπου) δημοσιεύτηκε στο avopolis.gr- Ιανουάριος 2011
Αναρωτιέμαι τι γυρεύω εδώ πέρα: Παρουσιαστές πρωινών εκπομπών, ο Γιώργος Καπουτζίδης, η Πωλίνα, τζόβενα πρώην ροκάδες και γκόμενες που μάλλον δεν ήρθαν για να ακούσουν μουσική. Το «Τραπέζι Φίλων του Κώστα Τουρνά» στελεχώνεται από μια ντουζίνα ανθρώπους που με την οχλαγωγία τους προσδίδουν στη συμπαθητική κατά τα άλλα σκηνή της Αυλαίας ένα κλήμα ταβέρνας. Ο ίδιος, πριν βγει στη σκηνή, περιφέρεται από τραπέζι σε τραπέζι, υπέροχα προσιτός αλλά και εμφανώς δημοσιοσχετίστας. Τα πρόσφατα φλερτ του με την πολιτική (ως υποψήφιος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας), αλλά και την τηλεοπτική σαχλαμάρα (ως μέλος κριτικής επιτροπής σε σόου) αφήνουν το δικό τους στίγμα απόψε. Κι εγώ, που ήρθα παρασυρόμενος μονάχα από τα τραγούδια αγνοώντας όλα τ’ άλλα, νιώθω κάπως σαν ο ακάλεστος του πάρτι. Έχω έρθει και με άδεια χέρια…
Ο Τουρνάς ανεβαίνει στη σκηνή στις δώδεκα παρά είκοσι: Μαύρο πουκάμισο με ασημένια «γαλόνια» στους ώμους, άψογα χτενισμένο μαλλί και την πιο επιβλητική κορμοστασιά που μπορώ να σκεφτώ σε έλληνα ροκ σταρ, ακλόνητη παρ’ όλα τα εξήντα του χρόνια. Στα πρώτα κομμάτια, άγνωστα ως επί το πλείστον στο ευρύ κοινό, κάποιοι φίλοι από κάτω σηκώνουν χαρτόνια με βαθμολογίες-εκδικητικό «πείραγμα» για την κριτική του ιδιότητα. Το θεωρούν εξαιρετικά αστείο. Το κλήμα φτιάχνει κάπως με μια ρέγγε εκτέλεση του «Δεν μετανιώνω», για να ακολουθήσουν τέσσερεις ροκ διασκευές δια στόματος κιμπορντίστα και κιθαρίστα. Και ξαφνικά διάλειμμα. Ο Τουρνάς κατεβαίνει από τη σκηνή για να περάσει είκοσι λεπτά ακόμα στα φιλικά τραπέζια, κάπως σαν να είναι αυτή η κύρια διασκέδασή του και το live να αποτελεί αφορμή. Εγώ, στην άκρη του μπαρ, τον περιμένω να ξαναβγεί.
Στo δεύτερο μέρος, μετά από τρεις ακόμα διασκευές από τον κιμπορντίστα Ποίμη Πέτρου (φτάνουμε τις εφτά στο σύνολο), η βραδιά πλησιάζει τη μουδιασμένη της κορύφωση. Εδώ συναντάμε τον «Αχιλλέα απ’ το Κάιρο», το «Όπου φυσάει ο άνεμος», το «Στιγμές», το «Λεν’» και άλλες πολλές αληθινά εμπνευσμένες στιγμές από το παρελθόν. Κομμάτια που ανέδειξαν τον Τουρνά σε έναν από τους πιο δημοφιλείς έλληνες καλλιτέχνες κατά τη δεκαετία του ’70 και του ’80, άξιο μιμητή του βρετανικού glam rock και συνθέτη με χάρισμα για μελωδίες που τραγουδιούνται. Τα περισσότερα κομμάτια αποδίδονται άρτια, μου δημιουργούνται όμως δύο απορίες: Πρώτον, δεν καταλαβαίνω γιατί το μαγαζί προμηθεύει το κοινό με βεγγαλικά από αυτά που βάζουν στις τούρτες κατά τη διάρκεια των συναισθηματικών τραγουδιών. Δεύτερον, βρίσκω πραγματικά ανεξήγητη την τάση των μουσικών να τραγουδούν παράλληλα με τις μελωδίες που παίζουν και να αναλώνονται σε ατέλειωτα σόλο, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Τουρνάς ανάβει τσιγάρο και εγώ κοιτώ το ρολόι.
Με το που σταματάει η μουσική, φεύγω από το μαγαζί βιαστικά. H πιθανότητα για encore με βρίσκει ασυγκίνητο. Το “best of” του Τουρνά θα συνεχίσει να βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη δισκοθήκη μου, μάλλον σαν ντοκουμέντο μιας εποχής που δεν έζησα και όχι σαν ενθύμιο της αποκαρδιωτικής σφαλιάρας του εδώ και τώρα.
Ο Τουρνάς ανεβαίνει στη σκηνή στις δώδεκα παρά είκοσι: Μαύρο πουκάμισο με ασημένια «γαλόνια» στους ώμους, άψογα χτενισμένο μαλλί και την πιο επιβλητική κορμοστασιά που μπορώ να σκεφτώ σε έλληνα ροκ σταρ, ακλόνητη παρ’ όλα τα εξήντα του χρόνια. Στα πρώτα κομμάτια, άγνωστα ως επί το πλείστον στο ευρύ κοινό, κάποιοι φίλοι από κάτω σηκώνουν χαρτόνια με βαθμολογίες-εκδικητικό «πείραγμα» για την κριτική του ιδιότητα. Το θεωρούν εξαιρετικά αστείο. Το κλήμα φτιάχνει κάπως με μια ρέγγε εκτέλεση του «Δεν μετανιώνω», για να ακολουθήσουν τέσσερεις ροκ διασκευές δια στόματος κιμπορντίστα και κιθαρίστα. Και ξαφνικά διάλειμμα. Ο Τουρνάς κατεβαίνει από τη σκηνή για να περάσει είκοσι λεπτά ακόμα στα φιλικά τραπέζια, κάπως σαν να είναι αυτή η κύρια διασκέδασή του και το live να αποτελεί αφορμή. Εγώ, στην άκρη του μπαρ, τον περιμένω να ξαναβγεί.
Στo δεύτερο μέρος, μετά από τρεις ακόμα διασκευές από τον κιμπορντίστα Ποίμη Πέτρου (φτάνουμε τις εφτά στο σύνολο), η βραδιά πλησιάζει τη μουδιασμένη της κορύφωση. Εδώ συναντάμε τον «Αχιλλέα απ’ το Κάιρο», το «Όπου φυσάει ο άνεμος», το «Στιγμές», το «Λεν’» και άλλες πολλές αληθινά εμπνευσμένες στιγμές από το παρελθόν. Κομμάτια που ανέδειξαν τον Τουρνά σε έναν από τους πιο δημοφιλείς έλληνες καλλιτέχνες κατά τη δεκαετία του ’70 και του ’80, άξιο μιμητή του βρετανικού glam rock και συνθέτη με χάρισμα για μελωδίες που τραγουδιούνται. Τα περισσότερα κομμάτια αποδίδονται άρτια, μου δημιουργούνται όμως δύο απορίες: Πρώτον, δεν καταλαβαίνω γιατί το μαγαζί προμηθεύει το κοινό με βεγγαλικά από αυτά που βάζουν στις τούρτες κατά τη διάρκεια των συναισθηματικών τραγουδιών. Δεύτερον, βρίσκω πραγματικά ανεξήγητη την τάση των μουσικών να τραγουδούν παράλληλα με τις μελωδίες που παίζουν και να αναλώνονται σε ατέλειωτα σόλο, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Τουρνάς ανάβει τσιγάρο και εγώ κοιτώ το ρολόι.
Με το που σταματάει η μουσική, φεύγω από το μαγαζί βιαστικά. H πιθανότητα για encore με βρίσκει ασυγκίνητο. Το “best of” του Τουρνά θα συνεχίσει να βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη δισκοθήκη μου, μάλλον σαν ντοκουμέντο μιας εποχής που δεν έζησα και όχι σαν ενθύμιο της αποκαρδιωτικής σφαλιάρας του εδώ και τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου