(όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γυναίκα - Φεβρουάριος 2011)
Είναι μία από τις ελάχιστες γυναίκες ροκ σταρ. Υπήρξε πρωτεργάτρια της νεοϋορκέζικης πανκ σκηνής, επηρέασε πλήθος από μουσικούς και κατέληξε εξέχουσα φιγούρα της σύγχρονης δυτικής κουλτούρας. Κι όμως, στο αυτοβιογραφικό «Just Κids» η Πάτι Σμιθ επέλεξε να περιγράψει τα πρώτα χρόνια της στη Νέα Υόρκη, το διάστημα κατά το οποίο ήταν ερωτευμένη με την τέχνη και παράλληλα με τον «καλλιτέχνη της ζωής της». Στο κέντρο του βιβλίου βρίσκεται λοιπόν η σχέση της με τον φωτογράφο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ: η σχέση δύο παιδιών γαλουχημένων με την μπιτ φιλοσοφία και διψασμένων για δημιουργία, που βρέθηκαν να φυτοζωούν στη Νέα Υόρκη και τελικά κατάφεραν να ξεχωρίσουν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2010 και στο τέλος της χρονιάς χάρισε στη Σμιθ το τεράστιου κύρους βραβείο National Book Award.
Από το κατηχητικό στο άγνωστο
Ο πιο γνωστός στίχος της Πάτι Σμιθ λέει: «Ο Ιησούς πέθανε για τις αμαρτίες κάποιου, αλλά όχι για τις δικές μου». Αυτά δε τα λόγια προέρχονται από ένα κορίτσι που προσευχόταν καθημερινά και κάθε Κυριακή πήγαινε στο κατηχητικό. Τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να διανύσει μεγάλη απόσταση για να φτάσει στη Νέα Υόρκη: γεννήθηκε το 1946 στο Σικάγο και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Νιου Τζέρσεϊ. Εκεί άρχισε να αδιαφορεί για την εξωτερική της εμφάνιση, τις συμβουλές των μεγάλων, τους καθωσπρεπισμούς και ανακάλυψε τα βιβλία και το ροκ εντ ρολ. Μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, στο Λονγκ Αϊλαντ, ο συνομήλικός της Ρόμπερτ Μέιπλθορπ έβρισκε χαρά στο σκιτσάρισμα, αγνοώντας τη μητέρα του που ονειρευόταν να τον δει μια μέρα ιερέα. Αρκετά χρόνια αργότερα, τα δύο παιδιά θα μοιράζονταν τις μνήμες τους μένοντας για ώρα κάτω από τα σκεπάσματα τα πρωινά.
Λίγο νωρίτερα η 19χρονη Σμιθ έμεινε έγκυος από ένα αγόρι μικρότερο σε ηλικία, αποφάσισε να μην κάνει έκτρωση και έδωσε το βρέφος για υιοθεσία. «Το παιδί μου θα ζούσε, θα ήταν υγιές και θα είχε φροντίδα. Το πίστευα με όλη μου την καρδιά», έχει γράψει στο βιβλίο, αλλά τίποτε άλλο δεν αναφέρεται για την τύχη του παιδιού στα επόμενα κεφάλαια. Το σίγουρο είναι ότι σύντομα η μελλοντική τραγουδοποιός διέκοψε τις πανεπιστημιακές σπουδές της στο Νιου Τζέρσεϊ. Επιασε τότε δουλειά σε ένα τυπογραφείο της Φιλαδέλφεια με χαμηλό μισθό και σύντομα αντιλήφθηκε ότι η καρδιά της χτυπούσε για την τέχνη. Ο πρώτος της έρωτας σ' αυτόν τον τομέα ήταν μάλιστα ο Αρθούρος Ρεμπό. Είδε την ακατάδεκτη έκφρασή του στο εξώφυλλο των «Εκλάμψεων» και το ενδιαφέρον της φούντωσε. Δεν είχε 99 σεντς για να αγοράσει το βιβλίο και το έβαλε στην τσέπη της κρυφά. «Υστερα έγραφα και ονειρευόμουνα γι’ αυτόν», θυμάται. «Εγινε ο αρχάγγελός μου. Με λύτρωνε από την εγκόσμια φρίκη».
Εκείνο τo καλοκαίρι (του 1967) θα έμενε στην ιστορία ως «καλοκαίρι της αγάπης». Για την Πάτι Σμιθ ήταν πάντως η αρχή μιας νέας ζωής. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, ώστε να έρθει σε επαφή με γνωστούς της που σπούδαζαν εκεί και να κυνηγήσει τα καλλιτεχνικά της όνειρα. Δυστυχώς, κοντά στον σταθμό του τρένου διαπίστωσε ότι το εισιτήριο είχε ακριβύνει και ότι τα χρήματα που είχε στην τσέπη δεν ήταν αρκετά. Ως εκ θαύματος, όμως, μέσα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο βρήκε πεταμένο ένα πορτοφόλι με 32 δολάρια και έτσι το ταξίδι μπορούσε να αρχίσει.
Από το κατηχητικό στο άγνωστο
Ο πιο γνωστός στίχος της Πάτι Σμιθ λέει: «Ο Ιησούς πέθανε για τις αμαρτίες κάποιου, αλλά όχι για τις δικές μου». Αυτά δε τα λόγια προέρχονται από ένα κορίτσι που προσευχόταν καθημερινά και κάθε Κυριακή πήγαινε στο κατηχητικό. Τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να διανύσει μεγάλη απόσταση για να φτάσει στη Νέα Υόρκη: γεννήθηκε το 1946 στο Σικάγο και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στο Νιου Τζέρσεϊ. Εκεί άρχισε να αδιαφορεί για την εξωτερική της εμφάνιση, τις συμβουλές των μεγάλων, τους καθωσπρεπισμούς και ανακάλυψε τα βιβλία και το ροκ εντ ρολ. Μερικά χιλιόμετρα μακρύτερα, στο Λονγκ Αϊλαντ, ο συνομήλικός της Ρόμπερτ Μέιπλθορπ έβρισκε χαρά στο σκιτσάρισμα, αγνοώντας τη μητέρα του που ονειρευόταν να τον δει μια μέρα ιερέα. Αρκετά χρόνια αργότερα, τα δύο παιδιά θα μοιράζονταν τις μνήμες τους μένοντας για ώρα κάτω από τα σκεπάσματα τα πρωινά.
Λίγο νωρίτερα η 19χρονη Σμιθ έμεινε έγκυος από ένα αγόρι μικρότερο σε ηλικία, αποφάσισε να μην κάνει έκτρωση και έδωσε το βρέφος για υιοθεσία. «Το παιδί μου θα ζούσε, θα ήταν υγιές και θα είχε φροντίδα. Το πίστευα με όλη μου την καρδιά», έχει γράψει στο βιβλίο, αλλά τίποτε άλλο δεν αναφέρεται για την τύχη του παιδιού στα επόμενα κεφάλαια. Το σίγουρο είναι ότι σύντομα η μελλοντική τραγουδοποιός διέκοψε τις πανεπιστημιακές σπουδές της στο Νιου Τζέρσεϊ. Επιασε τότε δουλειά σε ένα τυπογραφείο της Φιλαδέλφεια με χαμηλό μισθό και σύντομα αντιλήφθηκε ότι η καρδιά της χτυπούσε για την τέχνη. Ο πρώτος της έρωτας σ' αυτόν τον τομέα ήταν μάλιστα ο Αρθούρος Ρεμπό. Είδε την ακατάδεκτη έκφρασή του στο εξώφυλλο των «Εκλάμψεων» και το ενδιαφέρον της φούντωσε. Δεν είχε 99 σεντς για να αγοράσει το βιβλίο και το έβαλε στην τσέπη της κρυφά. «Υστερα έγραφα και ονειρευόμουνα γι’ αυτόν», θυμάται. «Εγινε ο αρχάγγελός μου. Με λύτρωνε από την εγκόσμια φρίκη».
Εκείνο τo καλοκαίρι (του 1967) θα έμενε στην ιστορία ως «καλοκαίρι της αγάπης». Για την Πάτι Σμιθ ήταν πάντως η αρχή μιας νέας ζωής. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στη Νέα Υόρκη, ώστε να έρθει σε επαφή με γνωστούς της που σπούδαζαν εκεί και να κυνηγήσει τα καλλιτεχνικά της όνειρα. Δυστυχώς, κοντά στον σταθμό του τρένου διαπίστωσε ότι το εισιτήριο είχε ακριβύνει και ότι τα χρήματα που είχε στην τσέπη δεν ήταν αρκετά. Ως εκ θαύματος, όμως, μέσα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο βρήκε πεταμένο ένα πορτοφόλι με 32 δολάρια και έτσι το ταξίδι μπορούσε να αρχίσει.
Ερωτας στα χρόνια της καριέρας
«Ο ρομαντισμός δεν μπορούσε να με ανακουφίσει από την πείνα. Ακόμα και ο Μποντλέρ έπρεπε να τρώει», έχει γράψει η Σμιθ για τις δύσκολες πρώτες μέρες στη Νέα Υόρκη. Δούλευε ως ταμίας σε ένα βιβλιοπωλείο και την ίδια περίοδο γνώρισε τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ, έναν νεαρό της με ευγενικούς τρόπους, χαρακτηριστικές μπούκλες και ταλέντο στη ζωγραφική. Στη συνέχεια οι δυο τους έζησαν μαζί πολύ φτωχικά. Αλλαζαν συνεχώς δουλειές, ζωγράφιζαν πίνακες, άκουγαν δίσκους, αλληλοεμπνέονταν. Είχαν ερωτική αλλά και φιλική σχέση.
Και εκείνα τα χρόνια η φτώχεια ήθελε καλοπέραση. Ετσι το ζευγάρι έφτιαξε έναν ιδιαιτέρως γοητευτικό μικρόκοσμο όλο αγάπη, καμβάδες και σάντουιτς. Γρήγορα, ωστόσο, ο Μέιπλθορπ κλείστηκε στον εαυτό του. Επειτα έμεινε για ένα διάστημα στο Σαν Φρανσίσκο και βεβαιώθηκε για την ομοφυλοφιλία του, αλλά η συνειδητοποίηση αυτή δεν στάθηκε αρκετή για να κλονιστεί η φιλία του σχέση με τη Σμιθ. Σύμφωνα με την ίδια: «Κρατήσαμε τον όρκο που είχαμε δώσει να μην αφήσουμε ο ένας τον άλλον. Ποτέ δεν τον είδα μέσα από το πρίσμα της σεξουαλικότητάς του. Η εικόνα μου γι’ αυτόν δεν άλλαξε. Ηταν ο καλλιτέχνης της ζωής μου».
Σε άλλη σελίδα διαβάζουμε: «Ολοι μιλούσαν για το φεγγάρι. Ενας άνθρωπος είχε πατήσει σ’ αυτό, αλλά εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι». Ο λόγος φυσικά για το 1969, οπότε το ζευγάρι νοίκιασε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο στο Chelsea Hotel. Στους διαδρόμους του θρυλικού ξενοδοχείου -που έμελλε να αποκτήσει ιστορική σημασία για το καλλιτεχνικό σινάφι- οι δυο τους συνάντησαν λοιπόν διάφορους ενδιαφέροντες τύπους. Εναν ανεξάρτητο σχεδιαστή μόδας, μια εκκεντρική καλλιτέχνιδα που ζούσε σε κατάλευκο δωμάτιο, έναν ψυχωτικό θαυμαστή του Μπομπ Ντίλαν που τα έβγαζε πέρα μόνο με μια κιθάρα κι ένα τετράδιο. Υστερα τα μέλη του ζεύγους πήγαν στο Τρίγωνο των Βερμούδων ψάχνοντας τoν Αντι Γουόρχολ, αλλά δεν τον βρήκαν πουθενά. Ο Μέιπλθορπ πάσχιζε να διευρύνει τον κύκλο γνωριμιών του και να έρθει σε επαφή με τα ινδάλματά του, αλλά η Πάτι, χωρίς να εκβιάζει καταστάσεις, ήταν πιο τυχερή σ’ αυτόν τον τομέα. Για παράδειγμα, ένα απόγευμα θέλησε να πάρει ένα σάντουιτς από το αυτόματο μηχάνημα και για μία ακόμα φορά δεν είχε το απαιτούμενο ποσό. Δίπλα της βρέθηκε όμως ο Αλεν Γκίνσμπεργκ· ο γνωστός ποιητής την πέρασε για αγόρι, της έδωσε τα δέκα σεντς που έλειπαν και τελικά ήπιε μαζί της καφέ. Αργότερα η Πάτι Σμιθ πέρασε μια βραδιά στη σουίτα της Τζάνις Τζόπλιν στο Chelsea Hotel -ανάμεσα σε μια ντουζίνα από μουσικούς- και γνώρισε τον Τζίμι Χέντριξ λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του. Τα Χριστούγεννα του 1969 η Πάτι κατέβηκε πάντως στην Times Square μαζί με τον Ρόμπερτ και είδαν την επιγραφή: «Ο πόλεμος τελείωσε αν το θέλετε. Καλά Χριστούγεννα από τον Τζον και τη Γιόκο». Το μόνο βέβαια που τέλειωνε ήταν η δεκαετία του 1960. Οι δύο σύντροφοι βρίσκονταν πλέον στα 23 τους και συμφώνησαν ότι η επόμενη δεκαετία θα γινόταν δική τους.
Mια κάποια επιτυχία
Στις αρχές του 1970 η Σμιθ έκοψε τα μαλλιά της σαν τον Κιθ Ρίτσαρντς των Ρόλινγκ Στόουνς και απέκτησε ένα γύνανδρο παρουσιαστικό που της άνοιξε πόρτες. Πήρε τον πρώτο της θεατρικό ρόλο στην παράσταση «Femme Fatale» της τραβεστί Τζάκι Κέρτις, άρχισε να δημοσιεύει μουσικά άρθρα και κριτικές δίσκων σε περιοδικά όπως το Rolling Stone και το Creem, εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε ένα έργο που είχε γράψει μαζί με τον Σαμ Σέπαρντ. Το ίδιο διάστημα ο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ δανείστηκε μια μηχανή πολαρόιντ και άρχισε να εξασκείται στη φωτογραφία - τελικά τα ιδιόμορφα πορτρέτα του, τα λουλούδια του και τα αντρικά γυμνά του θα τον έκαναν πασίγνωστο στους αβανγκάρντ κύκλους.
Η ερωτική σχέση του ζευγαριού είχε πάντως τελειώσει: ο Ρόμπερτ εκδιδόταν σε ομοφυλοφιλικά στέκια για να εξασφαλίζει τα προς το ζην και η Πάτι είχε συνδεθεί με τον κιθαρίστα των Blue Oyster Cult Αλεν Λανιέρ. Αυτό που κρατούσε μαζί το ιδιότυπο ζεύγος ήταν η αφοσίωση στην τέχνη. Τελικά τον Οκτώβριο του 1972 η Σμιθ και ο Μέιπλθορπ έφυγαν από το Chelsea Hotel και μαζί με το ξενοδοχείο αποχαιρέτησαν άτομα που δεν θα ξανάβλεπαν ποτέ. Κάποια απ' αυτά πέθαναν και άλλα τράβηξαν δρόμους που δεν οδηγούσαν πουθενά. «Δεν αισθάνομαι δικαιωμένη ως επιζήσασα», έχει γράψει η Πάτι Σμιθ. «Θα προτιμούσα να τους είχα δει όλους να πετυχαίνουν. Ομως αποδείχτηκε ότι εγώ ήμουν αυτή που είχε ποντάρει στο καλύτερο άλογο».
Μετά από έναν αποτυχημένο ρόλο σε θεατρική παράσταση, η Σμιθ αποφάσισε ότι στο εξής θα έπαιζε μόνο τον εαυτό της. Κάπως έτσι άρχισε να απαγγέλει ποιήματα σε μπαρ και κλαμπ, προκειμένου να ανοίγει συναυλίες συγκροτημάτων όπως οι New York Dolls. Εως τότε είχε εκδώσει ποιητικές συλλογές («Seventh Heaven» και «Witt»), αλλά πλέον έψαχνε τρόπους για να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό. Την ίδια περίοδο είχε πρωτανοίξει στο Μανχάταν το ιστορικό πια κλαμπ CBGB. Σύμφωνα με τη Σμιθ, εκείνες τις μέρες «μπορούσες να ακούσεις το χτύπημα της στέκας στις μπάλες, λαγωνικά να γαβγίζουν, μπουκάλια να τσουγκρίζονται και τους ήχους ενός μουσικού ρεύματος να αναδύονται». Διότι γεννιόταν μια μουσική που θα ονομαζόταν πανκ.
Από την πλευρά της, η Πάτι είχε γερές φιλίες με μουσικούς, άρχισε να μελοποιεί τα ποιήματά της και σύντομα ανέβηκε στη σκηνή του CBGB ως τραγουδίστρια με δικό της γκρουπ. Κάποια βράδια ένα μπροστινό τραπέζι ήταν κρατημένο για τον τότε 60χρονο Γουίλιαμ Μπάροουζ και αργότερα ανάμεσα στο κοινό η Σμιθ διέκρινε τον Μπομπ Ντίλαν. Επόμενο βήμα το στούντιο. Με παραγωγό τον Τζον Κέιλ των Velvet Underground, το φθινόπωρο του 1975 η Πάτι Σμιθ ηχογράφησε το άλμπουμ «Horses», που σήμερα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα όλων των εποχών. Για το κλασικό εξώφυλλο του δίσκου, μάλιστα, η καλλιτέχνις φωτογραφήθηκε από τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ.
Unhappy end
Τα χρόνια της διασημότητας δεν καλύπτονται ιδιαιτέρως στο βιβλίο. Την άνοιξη του 1979 η Πάτι Σμιθ έφυγε από τη Νέα Υόρκη για να αρχίσει μια νέα ζωή, αλλά ποτέ δεν έχασε την επαφή της με τον Μέιπλθορπ· παντρεύτηκε τον πρώην κιθαρίστα του συγκροτήματος MC5 Φρεντ «Σόνικ» Σμιθ και για ένα διάστημα έζησε μαζί του μόνο με τα απαραίτητα σε ένα ξενοδοχείο του Ντιτρόιτ, σε συνθήκες που θύμιζαν Chelsea Hotel. Η ιστορία του «Just Kids» έχει πάντως λυπηρή κατάληξη: τον Σεπτέμβριο του 1986 οι γιατροί διέγνωσαν ότι ο Μέιπλθορπ έπασχε από AIDS. Εκτοτε η Σμιθ δεν σταμάτησε να επικοινωνεί μαζί του τηλεφωνικώς και να ταξιδεύει τακτικά από το Ντιτρόιτ στη Νέα Υόρκη για να τον βλέπει. Ομως η φιλία δεν μπορούσε να σώσει τον Μέιπλθορπ. Πέθανε τον Μάρτιο του 1989 -σε ηλικία 42 ετών- και η τελευταία πολαρόιντ που τράβηξε δείχνει την παλιά φίλη του να κρατάει τη σχεδόν δίχρονη κόρη της.
Τι μένει στον αναγνώστη από το «Just Kids»; Στις σελίδες του, πέρα από το χρονικό μιας εγκάρδιας σχέσης, έχει αποτυπωθεί ολοζώντανα η Νέα Υόρκη των αρχών της δεκαετίας του 1970: οι μποέμικοι τρόποι και οι περιπέτειες μιας γενιάς που πίστεψε στην τέχνη και στο ροκ, πολύ προτού εκείνο καταλήξει παιχνίδι σε χέρια επιχειρηματιών. Στο «Just kids», επίσης, η Πάτι Σμιθ δεν προσπάθησε να αποδείξει ότι υπήρξε ηρωίδα, οργισμένο νιάτο ή εκφραστής μιας ολόκληρης γενιάς. Η γιαγιά του πανκ ολοκλήρωσε ένα βιβλίο λίγο πριν φτάσει στα 65 της, προκειμένου να μιλήσει με ειλικρίνεια και να ενθαρρύνει εκατομμύρια νέους ανθρώπους που κυνηγούν καλλιτεχνικά όνειρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου