Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 υπήρξε η πιο γόνιμη εποχή του μεταπολιτευτικού ελληνικού τραγουδιού μέχρι σήμερα. Από τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς της Πλάτωνος μέχρι την αυθεντική λαϊκότητα του Παπάζογλου, του Κραουνάκη και του Μούτση και από το εκρηκτικό ντεμπούτο των Τρυπών και των Μουσικών Ταξιαρχιών μέχρι τη φρέσκια τραγουδοποιία του Πορτοκάλογλου, του Κηλαηδόνη και του Γερμανού, ο συνδυασμός ποικιλίας και ποιότητας υπήρξε πρωτοφανής για τα εγχώρια δεδομένα.
Μέσα σ’ όλα αυτά, δύο δίδυμα αδέρφια, ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας, προσπαθούσαν μάταια να προσεγγίσουν τις δισκογραφικές εταιρείες, οι οποίες απέρριπταν τα τραγούδια τους ως αντιεμπορικά. Πραγματοποιώντας μεταπτυχιακές σπουδές στο Βερολίνο είχαν μπει στη δουλειά παίζοντας διασκευές σε μπαρ, ο πρώτος ενδιαφερόμενος περισσότερο για τις underground εκφάνσεις του ροκ, ο δεύτερος ήδη συμφιλιωμένος με την ελληνική λαϊκή παράδοση. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Πάνος βραβεύτηκε παίζοντας το "Μια Βραδιά Στο Λούκι" στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας, που είχε οργανώσει ο Μάνος Χατζιδάκις. Μετά τίποτα. Κανένα ενδιαφέρον από τους «σκάουτερ ταλέντων». Ώσπου το 1985, μια τυχαία συνάντηση με τον παλιό γνώριμο Μανώλη Ρασούλη άνοιξε τελικά την πόρτα της Minos-EMI.
Ο δίσκος ονομάστηκε Ζεστά Ποτά. Από μόνος του ο τίτλος λέει πολλά. Σε αντίθεση με τα δροσερά ποτά, τα ζεστά μας συντροφεύουν στις πιο ήρεμες και αποφορτισμένες στιγμές μας. Παρομοίως, τα τραγούδια του δίσκου χαρακτηρίζονται από μια εσωστρέφεια –δεν φωνάζουν και δεν ωραιοποιούν τη ζωή. Στον αριστουργηματικό "Φάνη", κορυφαία ίσως στιγμή του δίσκου, αποτυπώνεται ο κοινωνικός ρατσισμός προς όσους ανθρώπους έχουν φυλακιστεί, ενώ γίνεται και μια αρκετά τολμηρή αναφορά στην ηρωίνη –η διάδοση της οποίας αποτελούσε μια από τις μαύρες σελίδες της εποχής. Λίγο πιο κάτω, στο "Για Ένα Κομμάτι Ψωμί", εξιστορείται η προσπάθεια που πρέπει να κάνει κάποιος για να ζήσει. Κανένα ξένο τραγούδι, από τα ευρέως διαδεδομένα τουλάχιστον, δεν αναφέρεται στο συγκεκριμένο ζήτημα τόσο εύστοχα. Αλλά ακόμα κι όταν οι αδερφοί Κατσιμίχα πραγματεύονται τον έρωτα, τάσσονται με την πλευρά αυτού που πληγώθηκε ("Μια Βραδιά Στο Λούκι", "Ρίτα-Ριτάκι") ή πλήγωσε ("Κορίτσια Της Συγγνώμης") καταφέρνοντας να είναι ποιητικοί χωρίς αφηρημένα «βαθιά» νοήματα. Συναντώντας σε προσωπικό επίπεδο τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα λίγο μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε ετοιμάσει ολόκληρο κείμενο, με το οποίο εξηγούσε τι σήμαινε γι’ αυτόν το κάθε τραγούδι ξεχωριστά.
Η μουσική του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα δεν αγνοούσε το post punk που ερχόταν τότε με φόρα από έξω, ούτε όμως το αντέγραφε, όπως έκαναν στα πρώτα τους βήματα οι Τρύπες (οι οποίοι είχαν ακούσει πολύ Gang Of Four) ή οι Φατμέ (που είχαν δανειστεί πολλά κόλπα από τους πρώτους δίσκους των U2). Εδώ συναντάμε επιρροές από την ελληνική μουσική, αλλά και μπαλάντες που ξεπερνούν τα αυστηρά σύνορα μιας συγκεκριμένης τοπικής παράδοσης και θα μπορούσαν να σταθούν σε οποιοδήποτε χωροχρόνο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε βέβαια και το γεγονός ότι το 1985, όταν και κυκλοφόρησαν τα Ζεστά Ποτά, οι Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας ήταν ήδη τριάντα τριών ετών κι έτσι είχαν προλάβει να αφομοιώσουν αρκετά διαφορετικά είδη. Πολύτιμη υπήρξε επίσης η βοήθεια των δύο μουσικών οι οποίοι ανέλαβαν την ενορχήστρωση: του Γιάννη Σπάθα, μέλος των Socrates και από τους μεγαλύτερους Έλληνες κιθαρίστες, και του Νίκου Αντύπα, μετέπειτα συνθέτη τραγουδιών της Πρωτοψάλτη και της Αλεξίου. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, ο δίσκος δεν έχει υποστεί remastering και πρέπει να ακουστεί δυνατά ώστε να αναδείξει τις μουσικές του αρετές.
Εύκολα λοιπόν αντιλαμβάνεται κανείς γιατί τα Ζεστά Ποτά θεωρούνται μείζον έργο για το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Πέρα από την εντυπωσιακή μουσική πολυμορφία, η κύρια δύναμή τους υπήρξε η πρόταση μιας μοντέρνας στιχουργικής. Η «Παναγιά» και η «ανηφοριά» δεν είχαν θέση στα τραγούδια των νέων ανθρώπων. Ο κόσμος άλλαζε, εκφραζόταν αλλιώς και κάποιοι ταλαντούχοι δημιουργοί μπόρεσαν να το περάσουν αυτό στην Τέχνη τους. Εδώ συναντάμε φράσεις όπως «δικέ μου», «κόλπα ζόρικα», «αγάπησα ένα μωρό». Και ταυτόχρονα λίγο παρακάτω έχουμε το "Υπόγειο", μια μελοποίηση σε ποίημα της Ρίτας Μπούμης Παππά, που δίνει μια άλλη διάσταση.
Παρά τον αρχικό δισταγμό της Minos-EMI, τα Ζεστά Ποτά πούλησαν μέσα σε έναν χρόνο εκατό χιλιάδες αντίτυπα και οι αδερφοί Κατσιμίχα έγιναν σούπερ σταρ. Πολύ σύντομα, ένας κύκλος στα δεξιά του εξωφύλλου έγραφε «περιέχει την επιτυχία Ρίτα Ριτάκι»... Το ντουέτο συνέχισε με το Όταν Σου Λέω Πορτοκάλι Να Βγαίνεις, έναν βαρύ δίσκο, ο οποίος κρατούσε αποστάσεις από πολλά ανεπιθύμητα. Σήμερα, όπως λέει ο στίχος, «τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά, μένει όμως ακόμα ένα πείσμα που δεν είναι συνήθεια μοναχά». Είναι το πείσμα των νέων δημιουργών, που όταν έχουν να πουν κάτι που δεν το έχουμε ξανακούσει, καμιά εταιρεία δεν μπορεί να τους σταματήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου